πλειστόμβροτος: Difference between revisions
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pleistomvrotos | |Transliteration C=pleistomvrotos | ||
|Beta Code=pleisto/mbrotos | |Beta Code=pleisto/mbrotos | ||
|Definition=ον, <span class="sense" | |Definition=ον, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[crowded with people]], ἑορτά <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>6.69</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:30, 11 December 2020
English (LSJ)
ον, A crowded with people, ἑορτά Pi.O.6.69.
German (Pape)
[Seite 628] menschenreich, volkreich, ἑορτή, Pind. Ol. 6, 69.
Greek (Liddell-Scott)
πλειστόμβροτος: -ον, ὁ συχναζόμενος ἢ πανηγυριζόμενος ὑπὸ πλείστων ἀνθρώπων, ἑορτὴ Πινδ. Ο. 6. 116.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fréquenté par beaucoup de mortels, très fréquenté.
Étymologie: πλεῖστος, βροτός.
English (Slater)
πλειστόμβροτος, -ον
1 crowded with people ἑορτὰν πλειστόμβροτον (O. 6.69)
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
(ποιητ. τ.) αυτός που είναι γεμάτος από πλήθος ανθρώπων («πατρὶ ἑορτάν τε κτίσῃ πλειστόμβροτον τεθμόν τε μέγιστον ἀέθλων», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + μβροτός (πρβλ. τερψί-μβροτος)].
Greek Monotonic
πλειστόμβροτος: -ον, υπερβολικά γεμάτος από ανθρώπους, σε Πίνδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλειστόμβροτος -ον [πλεῖστος, βροτός] zeer druk bezocht.
Russian (Dvoretsky)
πλειστόμβροτος: многолюднейший (ἑορτή Pind.).