πολιτοφύλαξ: Difference between revisions
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=politofylaks | |Transliteration C=politofylaks | ||
|Beta Code=politofu/lac | |Beta Code=politofu/lac | ||
|Definition=[ῠ], ᾰκος, ὁ, <span class="sense" | |Definition=[ῠ], ᾰκος, ὁ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[warden of the citizens]], title of a magistrate, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1268a22</span>; at Larissa, ib.<span class="bibl">1305b29</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:51, 11 December 2020
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ, A warden of the citizens, title of a magistrate, Arist.Pol.1268a22; at Larissa, ib.1305b29.
German (Pape)
[Seite 657] ακος, ὁ, der die Bürger bewacht, beobachtet, in Larissa die oberste Stadtbehörde, Arist. pol. 2, 8. 5, 6.
Greek (Liddell-Scott)
πολῑτοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ὁ φυλάττων τοὺς πολίτας, οἱ π., ἐν Λαρίσῃ οἱ ἀνώτατοι ἄρχοντες, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 8, 9., 5. 6, 6· ― πολῑτοφῠλακέω, φυλάττω τοὺς πολίτας ἐπὶ τῶν ἀρχόντων πόλεως ἢ ἐπὶ τῆς ἐν τῇ πόλει ἐχθρικῆς φρουρᾶς, πιθ. γραφ. παρὰ Πολυβ. 18. 22, 4, Αἰν. Πολιορ. 1· ― πολῑτοφῠλᾰκία, ἡ, φύλαξις τῶν πολιτῶν, ὁ αὐτ. 22. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 297.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
« gardien ou protecteur des citoyens », titre de certains magistrats à Larissa.
Étymologie: πολίτης, φύλαξ.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, Α
βλ. πολιτοφύλακας.
Greek Monotonic
πολῑτοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, αυτός που φυλάσσει τους πολίτες· οἱ πολιτοφύλακες, στη Λάρισα, οι ανώτατοι άρχοντες, σε Αριστ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολιτοφύλαξ -ακος, ὁ [πολίτης, φύλαξ] stadswacht.
Russian (Dvoretsky)
πολῑτοφύλαξ: ᾰκος (ῠ) ὁ хранитель граждан (звание высших должностных лиц в Лариссе) Arst.
Middle Liddell
πολῑτο-φύ˘λαξ, ακος,
one who watches citizens; οἱ π., in Larissa, the chief magistrates, Arist.