χαρακίτης: Difference between revisions
Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=charakitis | |Transliteration C=charakitis | ||
|Beta Code=xaraki/ths | |Beta Code=xaraki/ths | ||
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, <span class="sense" | |Definition=[ῑ], ου, ὁ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[living behind a fence]]: metaph., [[cloisterling]], <b class="b3">βιβλιακοὶ χ</b>. Timo <span class="bibl">12.2</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b3">χ. τιθυμαλίς</b>, = [[χαρακίας]] <span class="bibl">11</span>, <span class="bibl">Afric.<span class="title">Cest.</span>p.81</span> V., <span class="bibl">Aët.1.397</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:15, 12 December 2020
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, A living behind a fence: metaph., cloisterling, βιβλιακοὶ χ. Timo 12.2. 2 χ. τιθυμαλίς, = χαρακίας 11, Afric.Cest.p.81 V., Aët.1.397.
German (Pape)
[Seite 1335] ὁ, βιβλιακός, der Bücher kratzt, Bücherschmierer, Timon Phlias. 36 bei Ath. I, 22 d.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰρᾰκίτης: [ῑ], -ου, ὁ, παρὰ Τίμωνι τῷ σιλλογράφῳ ἐν Ἀθην. 22D, χαρακῖται βιβλιακοὶ (ἐκ τοῦ χάραξ), οἱ κεχαρακωμένοι τοῖς βιβλίοις (κατ᾿ ἄλλους ἐκ τοῦ χαράσσω, οἱ συνεχῶς γράφοντες βιβλία).
Greek Monolingual
και χαρακείτης, ὁ, Α
1. αυτός που μένει μέσα σε χώρο περιφραγμένο με αιχμηρούς πασσάλους
2. μτφ. αυτός που ζει κλεισμένος σε μοναστήρι, που μονάζει
3. φρ. «χαρακίτης τιθυμαλίς» — το φυτό τιθύμαλλος, χαρακιάς (Αφρικαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάραξ, -ακος + κατάλ. -ίτης].