ἀνθυποπτεύω: Difference between revisions
τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anthypopteyo | |Transliteration C=anthypopteyo | ||
|Beta Code=a)nqupopteu/w | |Beta Code=a)nqupopteu/w | ||
|Definition=<span class="sense" | |Definition=<span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[suspect mutually]], ἀλλήλους <span class="bibl">D.C.45.8</span>: abs., Aen. Tact.<span class="bibl">24.11</span> (cj.):—Pass., <b class="b3">ἀνθυποπτεύεται . . πλέον ἕξειν</b> [[he is met by the suspicion]] that... <span class="bibl">Th.3.43</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:35, 12 December 2020
English (LSJ)
A suspect mutually, ἀλλήλους D.C.45.8: abs., Aen. Tact.24.11 (cj.):—Pass., ἀνθυποπτεύεται . . πλέον ἕξειν he is met by the suspicion that... Th.3.43.
German (Pape)
[Seite 236] dagegen Verdacht hegen, pass., dagegen in Verdacht stehen, Thuc. 3, 43 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθυποπτεύω: ὑποπτεύω πλεονεκτικὸν σκοπόν. - Παθ., ὁ γὰρ διδοὺς φανερῶς τι ἀγαθὸν ἀνθυποπτεύεται ἀφανῶς πῃ πλέον ἕξειν, δηλ. ὑπόκειται εἰς ὑποψίαν ὅτι ἀντὶ τοῦ δοθέντος ἀγαθοῦ ἀποβλέπει εἰς κρυπτόν τι συμφέρον, Θουκ. 3. 43.
French (Bailly abrégé)
soupçonner à son tour.
Étymologie: ἀντί, ὑποπτεύω.
Spanish (DGE)
sospechar a su vez en v. pas. ὁ γὰρ διδοὺς φανερῶς τι ἀγαθὸν ἀνθυποπτεύεται ἀφανῶς πῃ πλέον ἕξειν quien ofrece (a la polis) públicamente algo ventajoso, se hace a cambio sospechoso de que recibirá más ocultamente Th.3.43
•ἀ. ἀλλήλοις sospechar mutuamente D.C.45.8.2.
Greek Monolingual
ἀνθυποπτεύω (Α)
υποπτεύομαι αυτόν που έχει υποψίες για μένα, υποπτεύομαι κι εγώ.
Greek Monotonic
ἀνθυποπτεύω: μέλ. -σω, υποπτεύομαι αμοιβαία — Παθ., ἀνθυποπτεύεται, υπόκειται στην υποψία ότι..., σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθυποπτεύω: встречать подозрением, подозревать: ὁ διδοός τι ἀγαθὸν ἀνθυποπτεύεταί πῃ πλέον ἕξειν Thuc. тот, кто делает какое-л. добро, подозревается (афинянами) в корыстном намерении.
Middle Liddell
to suspect mutually:— Pass., ἀνθυποπτεύεται he is met by the suspicion that . . , Thuc.