ἀποστατέον: Difference between revisions
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apostateon | |Transliteration C=apostateon | ||
|Beta Code=a)postate/on | |Beta Code=a)postate/on | ||
|Definition=([[ἀφίσταμαι]] <span class="sense" | |Definition=([[ἀφίσταμαι]] <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[one must stand off from]], i.e. [[give up]], [[abandon]], πολέμου <span class="bibl">Th.8.2</span>, etc.; οὐκ . . ἀ. τῇ πόλει τούτων <span class="bibl">D.18.199</span>: abs., οὐκ ἀ. πρίν . . <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>257c</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> later, [[ἀφίστημι]] [[one must keep apart]], [[detain]], ἵππον ἀπὸ τῶν ἔργων <span class="title">Gp.</span> 16.1.4.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 15:05, 12 December 2020
English (LSJ)
(ἀφίσταμαι A one must stand off from, i.e. give up, abandon, πολέμου Th.8.2, etc.; οὐκ . . ἀ. τῇ πόλει τούτων D.18.199: abs., οὐκ ἀ. πρίν . . Pl.Plt.257c. II later, ἀφίστημι one must keep apart, detain, ἵππον ἀπὸ τῶν ἔργων Gp. 16.1.4.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστᾰτέον: ῥημ. ἐπίθ. 1) τοῦ ἀφίσταμαι, δεῖ ἀφίστασθαι, τινὸς Θουκ. 8. 2· οὐκ… ἀπ. τῇ πόλει τούτων Δημ. 295. 1, πρβλ. Πλάτ. Πολιτικ. 257C. 2) τοῦ ἀφίστημι, δεῖ ἀφιστάναι , ἵππον ἀπό τινος Γεωπ. 16. 1, 4.
Spanish (DGE)
1 hay que apartarse, desistir de πολέμου Th.8.2, οὐδ' ... ἀ. τῇ πόλει τούτων D.18.199, αὐτῶν Isoc.12.37, (τῆς εὑρέσεως) Clem.Al.Strom.7.15.91
•abs. οὐκ ἀποστατέον πρὶν ... Pl.Plt.257c
•abs. οὐ μὴν ἀ. ἐστίν Isoc.5.85.
2 hay que mantener aparte, retener τὸν ἵππον ... ἀπὸ τῶν ἔργων Gp.16.1.4.
Greek Monotonic
ἀποστᾰτέον: ρημ. επίθ. του ἀφίσταμαι, αυτό από το οποίο πρέπει κάποιος να αποστασιοποιείται ή να το εγκαταλείπει, με γεν., σε Θουκ., Δημ.