ἀποστατέον
English (LSJ)
(ἀφίσταμαι
A one must stand off from, i.e. give up, abandon, πολέμου Th.8.2, etc.; οὐκ.. ἀ. τῇ πόλει τούτων D.18.199: abs., οὐκ ἀ. πρίν.. Pl.Plt. 257c.
II later, ἀφίστημι one must keep apart, detain, ἵππον ἀπὸ τῶν ἔργων Gp. 16.1.4.
Spanish (DGE)
1 hay que apartarse, desistir de πολέμου Th.8.2, οὐδ' ... ἀ. τῇ πόλει τούτων D.18.199, αὐτῶν Isoc.12.37, (τῆς εὑρέσεως) Clem.Al.Strom.7.15.91
•abs. οὐκ ἀποστατέον πρὶν ... Pl.Plt.257c
•abs. οὐ μὴν ἀ. ἐστίν Isoc.5.85.
2 hay que mantener aparte, retener τὸν ἵππον ... ἀπὸ τῶν ἔργων Gp.16.1.4.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστᾰτέον: ῥημ. ἐπίθ. 1) τοῦ ἀφίσταμαι, δεῖ ἀφίστασθαι, τινὸς Θουκ. 8. 2· οὐκ… ἀπ. τῇ πόλει τούτων Δημ. 295. 1, πρβλ. Πλάτ. Πολιτικ. 257C. 2) τοῦ ἀφίστημι, δεῖ ἀφιστάναι, ἵππον ἀπό τινος Γεωπ. 16. 1, 4.
Greek Monotonic
ἀποστᾰτέον: ρημ. επίθ. του ἀφίσταμαι, αυτό από το οποίο πρέπει κάποιος να αποστασιοποιείται ή να το εγκαταλείπει, με γεν., σε Θουκ., Δημ.