ἰαμβικός: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=iamvikos
|Transliteration C=iamvikos
|Beta Code=i)ambiko/s
|Beta Code=i)ambiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of invective]], ἰδέα <span class="bibl">Arist.<span class="title">Po.</span> 1449b8</span>; in metric, [[iambic]], <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>18</span>, <span class="bibl">Heph.5</span>, etc.: <b class="b3">ἡ -κή</b> (sc. [[ὄρχησις]]) <span class="bibl">Ath.15.629d</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Phld.<span class="title">Po.</span>2.29</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of invective]], ἰδέα <span class="bibl">Arist.<span class="title">Po.</span> 1449b8</span>; in metric, [[iambic]], <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>18</span>, <span class="bibl">Heph.5</span>, etc.: <b class="b3">ἡ -κή</b> (sc. [[ὄρχησις]]) <span class="bibl">Ath.15.629d</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Phld.<span class="title">Po.</span>2.29</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 23:20, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰαμβικός Medium diacritics: ἰαμβικός Low diacritics: ιαμβικός Capitals: ΙΑΜΒΙΚΟΣ
Transliteration A: iambikós Transliteration B: iambikos Transliteration C: iamvikos Beta Code: i)ambiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A of invective, ἰδέα Arist.Po. 1449b8; in metric, iambic, D.H.Comp.18, Heph.5, etc.: ἡ -κή (sc. ὄρχησις) Ath.15.629d. Adv. -κῶς Phld.Po.2.29.

German (Pape)

[Seite 1233] jambisch, z. B. πούς, D. Hal. C. V.; μέτρον, Gramm.; ἡ ἰαμβική, eine Art Tanz, Ath. XIV, 629 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἰαμβικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς ἰάμβους ἢ συνιστάμενος ἐξ ἰάμβων, Ἀριστ. Ποιητ. 5. 6, 24, 10, Διον. Ἁλ., κλ.· ἡ ἰαμβικὴ (δηλ. ὄρχησις) Ἀθήν. 629C.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
iambique.
Étymologie: ἴαμβος.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἰαμβικός, -ή, -όν) ίαμβος
1. (για στίχους) αυτός που αποτελείται από ιάμβους
2. φρ. (ελλ. μουσ.) «ιαμβικό γένος» — ένα από τα ρυθμικά γένη της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής, από την αρχαιότητα ώς τις μέρες μας, το οποίο χαρακτηρίζεται από λόγο χρόνων άρσης προς θέση 1:2 ή 2:1
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε ίαμβο (< ἧρξεν ἀφέμενος τῆς ἰαμβικής ἰδέας», Αριστοτ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἰαμβική
είδος ήρεμου, απλού και λιτού χορού
3. (αρχ. ελλ. μουσ.) το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰαμβικόν
το τρίτο μέρος του πυθικού νόμου κατά τον οποίο αναπαρίσταται η πάλη του Απόλλωνος με τον Πύθωνα και ο οποίος συνίστατο σε μίμηση τών σαλπισμάτων του αγώνα και του τριξίματος τών δοντιών του δράκοντα, του λεγόμενου οδοντισμού.
επίρρ...
ἰαμβικῶς (Α)
με ιαμβικό τρόπο.

Greek Monotonic

ἰαμβικός: -ή, -όν, ιαμβικός, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ἰαμβικός: ямбический (sc. μέτρον Arst.): ἡ ἰαμβικὴ ἰδέα Arst. ямбическая форма стиха.

Middle Liddell

ἰαμβικός, ή, όν
iambic, Arist.