ἱεροβοτάνη: Difference between revisions
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
m (Text replacement - "<b class="b3">ᾰ], ἡ,</b>" to "ᾰ], ἡ,") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ierovotani | |Transliteration C=ierovotani | ||
|Beta Code=i(erobota/nh | |Beta Code=i(erobota/nh | ||
|Definition=[ᾰ], ἡ, <span class="sense" | |Definition=[ᾰ], ἡ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> = [[ἱερὰ βοτάνη]] (cf. [[βοτάνη]]), Isid.<span class="title">Etym.</span>17.9.55.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 23:40, 12 December 2020
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, A = ἱερὰ βοτάνη (cf. βοτάνη), Isid.Etym.17.9.55.
Greek (Liddell-Scott)
ἱεροβοτάνη: ᾰ, ἡ, ἱερὰ βοτάνη, ἡ σιδηρῖτις, «σιδηρόχορτο», Λατ. verbena, κληθὲν οὕτως ἐπειδὴ ἐχρησίμευεν εἰς θυσίας, ἁγιασμοὺς καὶ ὡς φυλακτήριον· ἐν Διοσκ. 4. 61, ἱερὰ βοτάνη, ὡς συνώνυμον τῷ περιστερεών.
Greek Monolingual
η (Α ἱεροβοτάνη)
ονομασία φυτών του γένους βερβένα
αρχ.
το φυτό που χρησιμοποιούσαν σε διάφορες τελετές και καθαρμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + βοτάνη.