ὀποπάναξ: Difference between revisions
From LSJ
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
(29) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=opopanaks | |Transliteration C=opopanaks | ||
|Beta Code=o)popa/nac | |Beta Code=o)popa/nac | ||
|Definition=[πᾰ], ᾰκος, ὁ, <span class="sense" | |Definition=[πᾰ], ᾰκος, ὁ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> <b class="b2">gum of Opopanax hispidus, Hercules' woundwort</b>, Heraclid.Tar. ap. Gal.14.186, Dsc.3.48, Gal.12.94, <span class="bibl"><span class="title">PGrenf.</span>1.52.11</span> (iii A. D.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 00:20, 13 December 2020
English (LSJ)
[πᾰ], ᾰκος, ὁ, A gum of Opopanax hispidus, Hercules' woundwort, Heraclid.Tar. ap. Gal.14.186, Dsc.3.48, Gal.12.94, PGrenf.1.52.11 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 361] ακος, ὁ, der Saft der Pflanze πάναξ, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ὀποπάναξ: -ακος, ὁ, ὁ ὀπὸς τοῦ φυτοῦ πάνακος, Διοσκ. 3. 55.
Spanish
Greek Monolingual
ο (Α ὀποπάναξ)
αγγειόσπερμο δικότυλο φυτό που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, αποτελεί γένος το οποίο ανήκει στην οικογένεια σκιαδοφόρα
αρχ.
ο οπός του παραπάνω φυτού, ο οποίος χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία και στη φαρμακευτική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπός «χυμός φυτού» + πάναξ «είδος φυτού». Τη λ. δανείστηκαν οι ξένες γλώσσες, πρβλ. opopanax].