ὑλοβάτης: Difference between revisions

From LSJ

εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ylovatis
|Transliteration C=ylovatis
|Beta Code=u(loba/ths
|Beta Code=u(loba/ths
|Definition=[ῡ<b class="b3">, ᾰ], ου,</b> Dor. -τας, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[one who haunts the woods]], APl.4.233 (Theaet.), <span class="title">AP</span>6.32 (Agath.).</span>
|Definition=[ῡ<b class="b3">, ᾰ], ου,</b> Dor. -τας, ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[one who haunts the woods]], APl.4.233 (Theaet.), <span class="title">AP</span>6.32 (Agath.).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 08:16, 13 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑλοβάτης Medium diacritics: ὑλοβάτης Low diacritics: υλοβάτης Capitals: ΥΛΟΒΑΤΗΣ
Transliteration A: hylobátēs Transliteration B: hylobatēs Transliteration C: ylovatis Beta Code: u(loba/ths

English (LSJ)

[ῡ, ᾰ], ου, Dor. -τας, ὁ,    A one who haunts the woods, APl.4.233 (Theaet.), AP6.32 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 1177] ὁ, = ὑληβάτης; Pan, Theaet. Schol. 3 (Plan. 233); Agath. 29 (VI, 32).

Greek (Liddell-Scott)

ὑλοβάτης: -ου, ὁ, ὁ ἐν ταῖς ὕλαις περιπατῶν, ὁ συχνάζων εἰς τὰ δάση, Ἀνθ. Π. 6. 32, Πλαν. 233.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui parcourt les forêts (ép. de Pan).
Étymologie: ὕλη, βαίνω.

Greek Monolingual

ο / ὑλοβάτης, ΝΑ, και ὑλιβάτης και ὑλίβατος και ὑληβάτης και δωρ. τ. ὑλοβάτας Α
νεοελλ.
ζωολ. γένος ανθρωποειδών πιθήκων της οικογένειας υλοβατίδες, κν. γίββονας
αρχ.
αυτός που συχνάζει στα δάση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -βάτης / -βατος (< βαίνω), πρβλ. πυρο-βάτης. Ο τ. ὑλι-βάτης, κατά το ὀρι-βάτης. Ο τ. με την νεοελλ. του σημ. είναι αντιδάνειος, πρβλ. νεολατ. hylobates].

Greek Monotonic

ὑλοβάτης: -ου, ὁ, αυτός που συχνάζει, περιφέρεται στα δάση, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὑλοβάτης: дор. ὑλοβάτᾱς, ου (ῠ, ᾰτ) ὁ бродящий по лесам (эпитет Пана) Anth.

Middle Liddell

ὑλο-βάτης, ου, ὁ,
one who haunts the woods, Anth.