ῥύσκομαι: Difference between revisions

From LSJ

μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god

Source
(1b)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ryskomai
|Transliteration C=ryskomai
|Beta Code=r(u/skomai
|Beta Code=r(u/skomai
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[ρύω]] (B). ῥυσμός, ῥυσμόω, v. [[ῥυθμός, ῥυθμόω]].</span>
|Definition=<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[ρύω]] (B). ῥυσμός, ῥυσμόω, v. [[ῥυθμός, ῥυθμόω]].</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 09:45, 13 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥύσκομαι Medium diacritics: ῥύσκομαι Low diacritics: ρύσκομαι Capitals: ΡΥΣΚΟΜΑΙ
Transliteration A: rhýskomai Transliteration B: rhyskomai Transliteration C: ryskomai Beta Code: r(u/skomai

English (LSJ)

   A v. ρύω (B). ῥυσμός, ῥυσμόω, v. ῥυθμός, ῥυθμόω.

German (Pape)

[Seite 853] Nebenform von ῥύομαι, ἦ γὰρ ὄλωλας ἐπίσκοπος, ὅς τέ μιν αὐτὴν ῥύσκευ Il. 24, 729.

Greek (Liddell-Scott)

ῥύσκομαι: τύπος ἰσοδύναμος τῷ ῥύομαι· ῥύσκευ, Ἐπικ. β΄ ἐνικ. παρατ., ὅς τὲ μιν αὐτὴν ῥύσκευ Ἰλ. Ω. 730.

Greek Monolingual

Α
παρλλ. τ. του ῥύομαι («ὅς τέ μιν αὐτὴν ῥύσκεν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥῡ- του ἐρύω (ΙΙ) «προστατεύω» + επίθημα -σκω / -σκομαι (πρβλ. βιώ-σκομαι)].

Greek Monotonic

ῥύσκομαι: = ῥύομαι· ῥύσκευ, Επικ. βʹ ενικ. παρατ., σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ῥύσκομαι, = ῥύομαι; ῥύσκευ, epic 2nd sg. imperf., Il.]