κεροπλάστης: Difference between revisions

From LSJ

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρpleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "<span class="bibl">1</span>" to "''1''")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=keroplastis
|Transliteration C=keroplastis
|Beta Code=keropla/sths
|Beta Code=keropla/sths
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[arranging the hair in horns]] or [[queues]] (cf. [[κέρας]] v.<span class="bibl">1</span>), [[hairdresser]], <span class="bibl">Archil.57</span>, <span class="bibl">Poll.2.31</span>, Hsch.</span>
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[arranging the hair in horns]] or [[queues]] (cf. [[κέρας]] v.''1''), [[hairdresser]], <span class="bibl">Archil.57</span>, <span class="bibl">Poll.2.31</span>, Hsch.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:30, 29 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεροπλάστης Medium diacritics: κεροπλάστης Low diacritics: κεροπλάστης Capitals: ΚΕΡΟΠΛΑΣΤΗΣ
Transliteration A: keroplástēs Transliteration B: keroplastēs Transliteration C: keroplastis Beta Code: keropla/sths

English (LSJ)

ου, ὁ,    A arranging the hair in horns or queues (cf. κέρας v.1), hairdresser, Archil.57, Poll.2.31, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1425] ὁ, mit Horn, mit dem Kamm schmückend, das Haar, Haarkräusler, nach Poll. 2, 32, weil das Haar auch κέρας hieß; Archil. frg. bei Schol. Il. 24, 81.

Greek (Liddell-Scott)

κεροπλάστης: -ου, ὁ, ὁ διευθετῶν καὶ κοσμῶν τὴν κόμην κατὰ κέρατα ἢ πλεξίδας, κομμωτής, καλλωπιστὴς τῆς κόμης, Ἀρχίλ. (66) παρὰ Πλουτ. 2. 977Α (ἔνθα ἐφαρμένως κηρ-)· ― Καθ’ Ἡσύχ. «κεροπλάστης· λεπτουργός. ἢ τριχοκοσμητής», Πολυδ. Β΄, 31, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ω. 81.

Greek Monolingual

(I)
και κηροπλάστης, ο
αυτός που κατασκευάζει κεριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κερί + -πλάστης (< πλάστης < πλάσσω), πρβλ. αγγειο-πλάστης, μυθο-πλάστης.
(II)
κεροπλάστης, ὁ (Α)
αυτός που φτιάχνει τα μαλλιά πλεξίδες, κομμωτής, καλλωπιστής της κόμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας «πλεξούδα, κοτσίδα» + πλάστης (< πλάστης < πλάσσω), πρβλ. χαλκο-πλάστης, ψευδο-πλάστης.