βασκάς: Difference between revisions

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   " to "")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=vaskas
|Transliteration C=vaskas
|Beta Code=baska/s
|Beta Code=baska/s
|Definition=(or <b class="b3">-ᾶς</b>), άδος, ἡ, a kind of <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[duck]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>885</span>; cf. <b class="b3">βοσκάς, φασκάς</b>.</span>
|Definition=(or <b class="b3">-ᾶς</b>), άδος, ἡ, a kind of <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[duck]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>885</span>; cf. <b class="b3">βοσκάς, φασκάς</b>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 20:25, 29 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βασκάς Medium diacritics: βασκάς Low diacritics: βασκάς Capitals: ΒΑΣΚΑΣ
Transliteration A: baskás Transliteration B: baskas Transliteration C: vaskas Beta Code: baska/s

English (LSJ)

(or -ᾶς), άδος, ἡ, a kind of A duck, Ar.Av.885; cf. βοσκάς, φασκάς.

German (Pape)

[Seite 438] ὁ, eine Entenart, Ar. Av. 885; Arist. H. A. 8, 3.

Greek (Liddell-Scott)

βασκάς: (ἢ -ᾶς), ἡ, εἶδος νήσσης, Ἀριστοφ. Ὄρν. 885· πρβλ. βοσκάς, φασκάς.

Greek Monolingual

βασκάς (-άδος) και βοσκάς και φασκάς, η (Α)
είδος πάπιας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βασκάς (ή -ᾶς) ανήκει στις λέξεις που δηλώνουν ονόματα πουλιών με επίθημα -ᾶς (πρβλ. ἀτταγᾶς, ἐλεᾶς κ.ά.). Υπάρχουν οι παράλληλοι τ. βοσκάς και φασκάς, τους οποίους μαρτυρεί ο Ησύχ. Ο τ. βοσκάς δημιουργήθηκε πιθ. από παρετυμολογική σύνδεση προς το βόσκω και βοσκάς «αυτός που τρέφει τον εαυτό του» (για πουλιά). Εάν τα βασκάς και φασκάς έναι η ίδια λ., τότε ο τ. βασκάς με αρκτικό β-, πράγμα που σπανίζει στην Ινδοευρωπαϊκή) είναι πιθ. θρακικής ή ιλλυρικής προελεύσεως (πρβλ. βαλάντιο, βαλιός)].

Greek Monotonic

βασκάς: (ή -ᾶς), ἡ, είδος πάπιας, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

a kind of duck, Ar.