άβακας: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht

Menander, Monostichoi, 187
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>1.</b> όργανο εκτελέσεως αριθμητικών πράξεων<br /><b>2.</b> το [[επάνω]] [[τμήμα]] του κιονόκρανου<br /><b>3.</b> [[τετράγωνο]] [[πλακάκι]] για [[επένδυση]] τοίχων ή [[επίστρωση]] δαπέδων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μικρή [[πλάκα]] από σχιστόλιθο [[πάνω]] στην οποία έγραφαν με πετροκόνδυλο οι μικροί μαθητές, η [[πλάκα]], το [[αβάκιο]]<br /><b>2.</b> το [[επάνω]] επίπεδο [[τμήμα]] της πρύμνης των ξύλινων πλοίων, όπου [[συνήθως]] γράφουν τα στοιχεία του σκάφους (κν. [[καθρέφτης]] ή αϊνάς)<br /><b>3.</b> μικρή ορθογωνισμένη [[πλάκα]] που χρησιμοποιείται σε τοπογραφικές εργασίες<br /><b>4.</b> [[τμήμα]] της σκοπευτικής διόπτρας του πυροβόλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> τετράπλευρη [[σανίδα]] ή [[τραπέζι]] που χρησιμοποιούσαν τα αθηναϊκά δικαστήρια για την [[αρίθμηση]] τών δικαστικών [[ψήφων]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι άβακες</i> [[τμήμα]] του θεάτρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[προέλευση]] της λ. από το εβρ. '<i>ā</i><i>b</i><i>ā</i><i>q</i> (= [[σκόνη]]) δεν θεωρείται σημασιολογικά ικανοποιητική.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀβάκιον]], [[ἀβακίσκος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αβακωτός]]].
|mltxt=<b>1.</b> όργανο εκτελέσεως αριθμητικών πράξεων<br /><b>2.</b> το [[επάνω]] [[τμήμα]] του κιονόκρανου<br /><b>3.</b> [[τετράγωνο]] [[πλακάκι]] για [[επένδυση]] τοίχων ή [[επίστρωση]] δαπέδων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μικρή [[πλάκα]] από σχιστόλιθο [[πάνω]] στην οποία έγραφαν με πετροκόνδυλο οι μικροί μαθητές, η [[πλάκα]], το [[αβάκιο]]<br /><b>2.</b> το [[επάνω]] επίπεδο [[τμήμα]] της πρύμνης των ξύλινων πλοίων, όπου [[συνήθως]] γράφουν τα στοιχεία του σκάφους (κν. [[καθρέφτης]] ή αϊνάς)<br /><b>3.</b> μικρή ορθογωνισμένη [[πλάκα]] που χρησιμοποιείται σε τοπογραφικές εργασίες<br /><b>4.</b> [[τμήμα]] της σκοπευτικής διόπτρας του πυροβόλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> τετράπλευρη [[σανίδα]] ή [[τραπέζι]] που χρησιμοποιούσαν τα αθηναϊκά δικαστήρια για την [[αρίθμηση]] τών δικαστικών [[ψήφων]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι άβακες</i> [[τμήμα]] του θεάτρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[προέλευση]] της λ. από το εβρ. '<i>ā</i><i>b</i><i>ā</i><i>q</i> (= [[σκόνη]]) δεν θεωρείται σημασιολογικά ικανοποιητική.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀβάκιον]], [[ἀβακίσκος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αβακωτός]]].
}}
}}

Latest revision as of 21:45, 29 December 2020

Greek Monolingual

1. όργανο εκτελέσεως αριθμητικών πράξεων
2. το επάνω τμήμα του κιονόκρανου
3. τετράγωνο πλακάκι για επένδυση τοίχων ή επίστρωση δαπέδων
νεοελλ.
1. μικρή πλάκα από σχιστόλιθο πάνω στην οποία έγραφαν με πετροκόνδυλο οι μικροί μαθητές, η πλάκα, το αβάκιο
2. το επάνω επίπεδο τμήμα της πρύμνης των ξύλινων πλοίων, όπου συνήθως γράφουν τα στοιχεία του σκάφους (κν. καθρέφτης ή αϊνάς)
3. μικρή ορθογωνισμένη πλάκα που χρησιμοποιείται σε τοπογραφικές εργασίες
4. τμήμα της σκοπευτικής διόπτρας του πυροβόλου
αρχ.
1. τετράπλευρη σανίδα ή τραπέζι που χρησιμοποιούσαν τα αθηναϊκά δικαστήρια για την αρίθμηση τών δικαστικών ψήφων
2. στον πληθ. οι άβακες τμήμα του θεάτρου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ. Η προέλευση της λ. από το εβρ. 'ābāq (= σκόνη) δεν θεωρείται σημασιολογικά ικανοποιητική.
ΠΑΡ. αρχ. ἀβάκιον, ἀβακίσκος
νεοελλ.
αβακωτός].