άγκυρα: Difference between revisions

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄγκυρα]] η (Μ [[αγκύρωμα]], το, Ν και [[άγκορα]] και [[άγκουρα]])<br /><b>1.</b> [[βαρύ]] σιδερένιο αγκυλωτό όργανο δεμένο στο ακρό αλυσίδας ή σχοινιού, που ρίχνεται στη [[θάλασσα]] για να αγκιστρωθεί στον βυθό και να ακινητοποιήσει [[έτσι]] το [[πλοίο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ασφάλεια]], [[στήριγμα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ρίχνω]] [[άγκυρα]]», εγκαθίσταμαι οριστικά [[κάπου]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> πολιορκητικό όργανο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ιερά [[ἄγκυρα]]», έσχατη [[ελπίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο [[τύπος]] [[ἄγκυρα]] από τη [[ρίζα]] <i>ἄγκ</i>- όπως και τα [[ἀγκάλη]], [[ἄγκος]], [[ἀγκύλος]] κ.ά. Αντιστοιχεί στο σανσκρ. <i>ankura</i>. Από την [[ίδια]] [[ρίζα]] και το μσν. [[ἀγκύρωμα]]. Οι τύποι [[άγκορα]] και [[άγκουρα]] από την ιταλ. λ. <i>ancora</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αγκυρίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀγκύριον]]. [[ἄγκυρις]], [[ἀγκυρίτης]], [[ἀγκυρωτός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγκυρίδα]]. [[αγκυρώνω]]. ΣYNΘ. [[αγκυροειδής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀγκυρομήλη]], [[ἀγκυρουχία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αγκυρόδεσμος</i>. [[αγκυροδέτης]].
|mltxt=[[ἄγκυρα]] η (Μ [[αγκύρωμα]], το, Ν και [[άγκορα]] και [[άγκουρα]])<br /><b>1.</b> [[βαρύ]] σιδερένιο αγκυλωτό όργανο δεμένο στο ακρό αλυσίδας ή σχοινιού, που ρίχνεται στη [[θάλασσα]] για να αγκιστρωθεί στον βυθό και να ακινητοποιήσει [[έτσι]] το [[πλοίο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ασφάλεια]], [[στήριγμα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ρίχνω]] [[άγκυρα]]», εγκαθίσταμαι οριστικά [[κάπου]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> πολιορκητικό όργανο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ιερά [[ἄγκυρα]]», έσχατη [[ελπίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ο [[τύπος]] [[ἄγκυρα]] από τη [[ρίζα]] <i>ἄγκ</i>- όπως και τα [[ἀγκάλη]], [[ἄγκος]], [[ἀγκύλος]] κ.ά. Αντιστοιχεί στο σανσκρ. <i>ankura</i>. Από την [[ίδια]] [[ρίζα]] και το μσν. [[ἀγκύρωμα]]. Οι τύποι [[άγκορα]] και [[άγκουρα]] από την ιταλ. λ. <i>ancora</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αγκυρίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀγκύριον]]. [[ἄγκυρις]], [[ἀγκυρίτης]], [[ἀγκυρωτός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγκυρίδα]]. [[αγκυρώνω]]. ΣYNΘ. [[αγκυροειδής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀγκυρομήλη]], [[ἀγκυρουχία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αγκυρόδεσμος</i>. [[αγκυροδέτης]].
}}
}}

Revision as of 21:50, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἄγκυρα η (Μ αγκύρωμα, το, Ν και άγκορα και άγκουρα)
1. βαρύ σιδερένιο αγκυλωτό όργανο δεμένο στο ακρό αλυσίδας ή σχοινιού, που ρίχνεται στη θάλασσα για να αγκιστρωθεί στον βυθό και να ακινητοποιήσει έτσι το πλοίο
2. μτφ. ασφάλεια, στήριγμα
3. φρ. «ρίχνω άγκυρα», εγκαθίσταμαι οριστικά κάπου
αρχ.
1. πολιορκητικό όργανο
2. φρ. «ιερά ἄγκυρα», έσχατη ελπίδα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τύπος ἄγκυρα από τη ρίζα ἄγκ- όπως και τα ἀγκάλη, ἄγκος, ἀγκύλος κ.ά. Αντιστοιχεί στο σανσκρ. ankura. Από την ίδια ρίζα και το μσν. ἀγκύρωμα. Οι τύποι άγκορα και άγκουρα από την ιταλ. λ. ancora.
ΠΑΡ. αγκυρίζω
αρχ.
ἀγκύριον. ἄγκυρις, ἀγκυρίτης, ἀγκυρωτός
νεοελλ.
αγκυρίδα. αγκυρώνω. ΣYNΘ. αγκυροειδής
αρχ.
ἀγκυρομήλη, ἀγκυρουχία
νεοελλ.
αγκυρόδεσμος. αγκυροδέτης.