άπεφθος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar

Menander, Monostichoi, 335
(5)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄπεφθος]], -ον)<br />(για χρυσό ή [[ασήμι]]) αυτός που δεν έχει προσμίξεις, [[καθαρός]], [[γνήσιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />καλοβρασμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αφέψω]] «[[βράζω]] καλά». Ο τ. [[άπεφθος]] [[αντί]] <i>άφεφθος</i> με [[ανομοίωση]]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄπεφθος]], -ον)<br />(για χρυσό ή [[ασήμι]]) αυτός που δεν έχει προσμίξεις, [[καθαρός]], [[γνήσιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />καλοβρασμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αφέψω]] «[[βράζω]] καλά». Ο τ. [[άπεφθος]] [[αντί]] <i>άφεφθος</i> με [[ανομοίωση]]].
}}
}}

Latest revision as of 21:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄπεφθος, -ον)
(για χρυσό ή ασήμι) αυτός που δεν έχει προσμίξεις, καθαρός, γνήσιος
αρχ.
καλοβρασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αφέψω «βράζω καλά». Ο τ. άπεφθος αντί άφεφθος με ανομοίωση].