άπεφθος: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar
(5) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄπεφθος]], -ον)<br />(για χρυσό ή [[ασήμι]]) αυτός που δεν έχει προσμίξεις, [[καθαρός]], [[γνήσιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />καλοβρασμένος.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἄπεφθος]], -ον)<br />(για χρυσό ή [[ασήμι]]) αυτός που δεν έχει προσμίξεις, [[καθαρός]], [[γνήσιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />καλοβρασμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αφέψω]] «[[βράζω]] καλά». Ο τ. [[άπεφθος]] [[αντί]] <i>άφεφθος</i> με [[ανομοίωση]]]. | ||
}} | }} |