άσις: Difference between revisions
From LSJ
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄσις]], η (Α)<br />η [[ιλύς]], η [[λάσπη]] που αφήνουν τα ποτάμια όταν ξεχειλίζουν.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄσις]], η (Α)<br />η [[ιλύς]], η [[λάσπη]] που αφήνουν τα ποτάμια όταν ξεχειλίζουν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχτηκε ότι συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>asita</i> «[[σκοτεινός]], [[μαύρος]]», ενώ το <i>α</i>- του τ. ανάγεται σε ινδοευρ. <i>ņ</i> [[μετά]] από το οποίο διατηρείται το <i>s</i>. Η [[σύνδεση]] εξάλλου της λ. με την ινδοευρωπαϊκή [[ρίζα]] <i>ak</i>- «[[μυτερός]], [[οξύς]], [[αιχμηρός]]» και η επακόλουθη [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για θρακικό [[δάνειο]] δεν φαίνεται πειστική].<br /><b>(II)</b><br />ἆσις, η (Μ) [[άδω]]<br />το [[τραγούδι]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:00, 29 December 2020
Greek Monolingual
(I)
ἄσις, η (Α)
η ιλύς, η λάσπη που αφήνουν τα ποτάμια όταν ξεχειλίζουν.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχτηκε ότι συνδέεται με το αρχ. ινδ. asita «σκοτεινός, μαύρος», ενώ το α- του τ. ανάγεται σε ινδοευρ. ņ μετά από το οποίο διατηρείται το s. Η σύνδεση εξάλλου της λ. με την ινδοευρωπαϊκή ρίζα ak- «μυτερός, οξύς, αιχμηρός» και η επακόλουθη υπόθεση ότι πρόκειται για θρακικό δάνειο δεν φαίνεται πειστική].
(II)
ἆσις, η (Μ) άδω
το τραγούδι.