άνθεμον: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
(4)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄνθεμον]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[άνθος]], [[λουλούδι]]<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] φυτού, πιθ. η <i>Ἀνθεμίς</i><br /><b>3.</b> [[άνθη]] που τα χρησιμοποιούσαν στη [[φαρμακευτική]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. με τον τ. «<i>άν</i>-<i>θος</i>». Χρησιμοποιείται [[συχνά]] για να προσδιορίσει στολίδια κοσμημάτων, αγγείων κλπ., [[καθώς]] [[επίσης]] και διάφορα φυτά. Ο τ. παρουσιάζει ασυνήθιστη [[δομή]] και εμφανίζεται [[κυρίως]] στο τεχνικό [[λεξιλόγιο]]. Αμφίβολη [[είναι]] η [[ετυμολογία]] της λ. <span style="color: red;"><</span> (ομηρ. επίθ.) [[ανθεμόεις]], -<i>όεντα</i> ([[κατά]] το <i>ηνεμόεντα</i>), απ' όπου το συνθ. επίθ. <i>πολυ</i>-<i>άνθεμος</i> και υποχωρητικά ύστερα ο τ. [[άνθεμον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ανθέμιο]] (-<i>ιον</i>), [[ανθεμίς]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανθεμώδης]], [[ανθεμωτός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[χρυσάνθεμον]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>Ανθεμόκριτος</i>, <i>ανθε</i>-<i>μόρρυτος</i>, [[ανθεμουργός]]].
|mltxt=[[ἄνθεμον]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[άνθος]], [[λουλούδι]]<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] φυτού, πιθ. η <i>Ἀνθεμίς</i><br /><b>3.</b> [[άνθη]] που τα χρησιμοποιούσαν στη [[φαρμακευτική]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Παράλληλος τ. με τον τ. «<i>άν</i>-<i>θος</i>». Χρησιμοποιείται [[συχνά]] για να προσδιορίσει στολίδια κοσμημάτων, αγγείων κλπ., [[καθώς]] [[επίσης]] και διάφορα φυτά. Ο τ. παρουσιάζει ασυνήθιστη [[δομή]] και εμφανίζεται [[κυρίως]] στο τεχνικό [[λεξιλόγιο]]. Αμφίβολη [[είναι]] η [[ετυμολογία]] της λ. <span style="color: red;"><</span> (ομηρ. επίθ.) [[ανθεμόεις]], -<i>όεντα</i> ([[κατά]] το <i>ηνεμόεντα</i>), απ' όπου το συνθ. επίθ. <i>πολυ</i>-<i>άνθεμος</i> και υποχωρητικά ύστερα ο τ. [[άνθεμον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ανθέμιο]] (-<i>ιον</i>), [[ανθεμίς]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανθεμώδης]], [[ανθεμωτός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[χρυσάνθεμον]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>Ανθεμόκριτος</i>, <i>ανθε</i>-<i>μόρρυτος</i>, [[ανθεμουργός]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:00, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἄνθεμον, το (Α)
1. άνθος, λουλούδι
2. ονομασία φυτού, πιθ. η Ἀνθεμίς
3. άνθη που τα χρησιμοποιούσαν στη φαρμακευτική.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Παράλληλος τ. με τον τ. «άν-θος». Χρησιμοποιείται συχνά για να προσδιορίσει στολίδια κοσμημάτων, αγγείων κλπ., καθώς επίσης και διάφορα φυτά. Ο τ. παρουσιάζει ασυνήθιστη δομή και εμφανίζεται κυρίως στο τεχνικό λεξιλόγιο. Αμφίβολη είναι η ετυμολογία της λ. < (ομηρ. επίθ.) ανθεμόεις, -όεντα (κατά το ηνεμόεντα), απ' όπου το συνθ. επίθ. πολυ-άνθεμος και υποχωρητικά ύστερα ο τ. άνθεμον.
ΠΑΡ. ανθέμιο (-ιον), ανθεμίς
αρχ.
ανθεμώδης, ανθεμωτός.
ΣΥΝΘ. χρυσάνθεμον
αρχ.
Ανθεμόκριτος, ανθε-μόρρυτος, ανθεμουργός].