έρεβος: Difference between revisions

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
(14)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α ἔρεβος)<br />βαθύτατο [[σκοτάδι]], απόλυτη [[έλλειψη]] φωτός<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[σκοτεινός]] [[τόπος]] που υπάρχει [[κάτω]] από τη γη, από τον οποίο περνούσαν οι νεκροί για να πάνε στον Αδη<br /><b>2.</b> το απόλυτο [[σκοτάδι]] στον βυθό της θάλασσας («ἔρεβος ὕφαλον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[γρίφος]], [[μυστήριο]] («[[φέγγος]] μέν ξυνετοῑς, ἀξυνέτοις δ’ ἔρεβος», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[Ἔρεβος]], ως [[προσωποποίηση]] («ἐκ χάεος δ’ Ἐρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[έρεβος]] ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>reg</i><sup>w</sup>-<i>oς</i> «[[σκοτάδι]]» και εμφανίζει προθηματικό <i>ε</i>- ενώ συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>rajas</i>- «[[ατμός]], [[σκότος]]», αρμ. <i>erek</i>- «[[βράδυ]]», γοτθ. <i>riqiz</i>. Από τη λ. [[έρεβος]] προήλθε το επίθ. [[ερεμνός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ερεβ</i>-<i>νός</i>), ο αιολ. τ. [[ερεβεννός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ερεβεσ</i>-<i>νός</i>), ενώ ο τ. [[ερεβώδης]] [[είναι]] [[μεταγενέστερος]]].
|mltxt=το (Α ἔρεβος)<br />βαθύτατο [[σκοτάδι]], απόλυτη [[έλλειψη]] φωτός<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[σκοτεινός]] [[τόπος]] που υπάρχει [[κάτω]] από τη γη, από τον οποίο περνούσαν οι νεκροί για να πάνε στον Αδη<br /><b>2.</b> το απόλυτο [[σκοτάδι]] στον βυθό της θάλασσας («ἔρεβος ὕφαλον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[γρίφος]], [[μυστήριο]] («[[φέγγος]] μέν ξυνετοῑς, ἀξυνέτοις δ’ ἔρεβος», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[Ἔρεβος]], ως [[προσωποποίηση]] («ἐκ χάεος δ’ Ἐρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ο τ. [[έρεβος]] ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>reg</i><sup>w</sup>-<i>oς</i> «[[σκοτάδι]]» και εμφανίζει προθηματικό <i>ε</i>- ενώ συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>rajas</i>- «[[ατμός]], [[σκότος]]», αρμ. <i>erek</i>- «[[βράδυ]]», γοτθ. <i>riqiz</i>. Από τη λ. [[έρεβος]] προήλθε το επίθ. [[ερεμνός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ερεβ</i>-<i>νός</i>), ο αιολ. τ. [[ερεβεννός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ερεβεσ</i>-<i>νός</i>), ενώ ο τ. [[ερεβώδης]] [[είναι]] [[μεταγενέστερος]]].
}}
}}

Revision as of 22:00, 29 December 2020

Greek Monolingual

το (Α ἔρεβος)
βαθύτατο σκοτάδι, απόλυτη έλλειψη φωτός
αρχ.
1. ο σκοτεινός τόπος που υπάρχει κάτω από τη γη, από τον οποίο περνούσαν οι νεκροί για να πάνε στον Αδη
2. το απόλυτο σκοτάδι στον βυθό της θάλασσας («ἔρεβος ὕφαλον», Σοφ.)
3. γρίφος, μυστήριοφέγγος μέν ξυνετοῑς, ἀξυνέτοις δ’ ἔρεβος», Ανθ. Παλ.)
4. Ἔρεβος, ως προσωποποίηση («ἐκ χάεος δ’ Ἐρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. έρεβος ανάγεται σε ΙΕ τ. regw- «σκοτάδι» και εμφανίζει προθηματικό ε- ενώ συνδέεται με αρχ. ινδ. rajas- «ατμός, σκότος», αρμ. erek- «βράδυ», γοτθ. riqiz. Από τη λ. έρεβος προήλθε το επίθ. ερεμνός (< ερεβ-νός), ο αιολ. τ. ερεβεννός (< ερεβεσ-νός), ενώ ο τ. ερεβώδης είναι μεταγενέστερος].