ένστικτο: Difference between revisions
From LSJ
(12) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και ένστιχτο, το<br /><b>1.</b> [[παρόρμηση]], [[φυσική]] [[τάση]], [[αντίδραση]] του ζωντανού οργανισμού σε καθορισμένους εξωτερικούς παράγοντες<br /><b>2.</b> εσωτερική [[παρόρμηση]] που καθορίζει τα αισθήματα, τις κρίσεις και τις πράξεις του ανθρώπου ανεξάρτητα από τη [[σκέψη]]<br /><b>3.</b> [[φυσική]] [[ικανότητα]], [[κλίση]] σε [[κάτι]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «εξ ενστίκτου» ή «από [[ένστικτο]]» — αυθόρμητα, [[χωρίς]] πολλή [[σκέψη]]<br />β) «τα κτηνώδη ένστικτα» — οι ασυγκράτητες σεξουαλικές επιθυμίες.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=και ένστιχτο, το<br /><b>1.</b> [[παρόρμηση]], [[φυσική]] [[τάση]], [[αντίδραση]] του ζωντανού οργανισμού σε καθορισμένους εξωτερικούς παράγοντες<br /><b>2.</b> εσωτερική [[παρόρμηση]] που καθορίζει τα αισθήματα, τις κρίσεις και τις πράξεις του ανθρώπου ανεξάρτητα από τη [[σκέψη]]<br /><b>3.</b> [[φυσική]] [[ικανότητα]], [[κλίση]] σε [[κάτι]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «εξ ενστίκτου» ή «από [[ένστικτο]]» — αυθόρμητα, [[χωρίς]] πολλή [[σκέψη]]<br />β) «τα κτηνώδη ένστικτα» — οι ασυγκράτητες σεξουαλικές επιθυμίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>instinct</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>instinctus</i> μτχ. παρακμ. του <i>instinguo</i> «[[κεντρίζω]], [[παρορμώ]] κάποιον». Η λ. <i>ένστικτον</i> μαρτυρείται από το 1849 στον Τιμολ. Ε. Δρακούλη]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:03, 29 December 2020
Greek Monolingual
και ένστιχτο, το
1. παρόρμηση, φυσική τάση, αντίδραση του ζωντανού οργανισμού σε καθορισμένους εξωτερικούς παράγοντες
2. εσωτερική παρόρμηση που καθορίζει τα αισθήματα, τις κρίσεις και τις πράξεις του ανθρώπου ανεξάρτητα από τη σκέψη
3. φυσική ικανότητα, κλίση σε κάτι
4. φρ. α) «εξ ενστίκτου» ή «από ένστικτο» — αυθόρμητα, χωρίς πολλή σκέψη
β) «τα κτηνώδη ένστικτα» — οι ασυγκράτητες σεξουαλικές επιθυμίες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < γαλλ. instinct < λατ. instinctus μτχ. παρακμ. του instinguo «κεντρίζω, παρορμώ κάποιον». Η λ. ένστικτον μαρτυρείται από το 1849 στον Τιμολ. Ε. Δρακούλη].