ίστωρ: Difference between revisions

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἴστωρ]] και [[ἵστωρ]] ό, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που γνωρίζει τους νόμους και το [[δίκαιο]], [[κριτής]], [[δικαστής]]<br /><b>2.</b> [[μάρτυρας]]<br /><b>3.</b> <b>ως επίθ.</b> [[έμπειρος]]<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ.</b>) <i>οἱ ἵστορες</i><br />οι διαιτητές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Fίδ</i>- <i>τωρ</i> (με [[τροπή]] του <i>δ</i> σε <i>σ</i> προ του οδοντικού <i>τ</i>) <span style="color: red;"><</span> <i>Fιδ</i>-, μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>weid</i>- «[[βλέπω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τωρ</i> δηλωτική του δρώντος προσώπου. Πρόκειται για παρ. του ρ. [[οἶδα]] (πρβλ. <i>ἰδ</i>-<i>εῖν</i> <span style="color: red;"><</span> <i>Fιδ</i>-<i>εῖν</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ιστορία]], [[ιστορώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιστόριον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[πολυΐστωρ]], [[φιλίστωρ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αΐστωρ]], [[ανίστωρ]], [[επιίστωρ]], [[νομοΐστωρ]], [[προΐστωρ]], [[συνίστωρ]], [[φιλοΐστωρ]].
|mltxt=[[ἴστωρ]] και [[ἵστωρ]] ό, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που γνωρίζει τους νόμους και το [[δίκαιο]], [[κριτής]], [[δικαστής]]<br /><b>2.</b> [[μάρτυρας]]<br /><b>3.</b> <b>ως επίθ.</b> [[έμπειρος]]<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ.</b>) <i>οἱ ἵστορες</i><br />οι διαιτητές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Fίδ</i>- <i>τωρ</i> (με [[τροπή]] του <i>δ</i> σε <i>σ</i> προ του οδοντικού <i>τ</i>) <span style="color: red;"><</span> <i>Fιδ</i>-, μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>weid</i>- «[[βλέπω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τωρ</i> δηλωτική του δρώντος προσώπου. Πρόκειται για παρ. του ρ. [[οἶδα]] (πρβλ. <i>ἰδ</i>-<i>εῖν</i> <span style="color: red;"><</span> <i>Fιδ</i>-<i>εῖν</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ιστορία]], [[ιστορώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιστόριον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[πολυΐστωρ]], [[φιλίστωρ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αΐστωρ]], [[ανίστωρ]], [[επιίστωρ]], [[νομοΐστωρ]], [[προΐστωρ]], [[συνίστωρ]], [[φιλοΐστωρ]].
}}
}}

Latest revision as of 22:05, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἴστωρ και ἵστωρ ό, ἡ (Α)
1. αυτός που γνωρίζει τους νόμους και το δίκαιο, κριτής, δικαστής
2. μάρτυρας
3. ως επίθ. έμπειρος
4. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ ἵστορες
οι διαιτητές.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Fίδ- τωρ (με τροπή του δ σε σ προ του οδοντικού τ) < Fιδ-, μηδενισμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας weid- «βλέπω» + κατάλ. -τωρ δηλωτική του δρώντος προσώπου. Πρόκειται για παρ. του ρ. οἶδα (πρβλ. ἰδ-εῖν < Fιδ-εῖν).
ΠΑΡ. ιστορία, ιστορώ
αρχ.
ιστόριον.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) πολυΐστωρ, φιλίστωρ
αρχ.
αΐστωρ, ανίστωρ, επιίστωρ, νομοΐστωρ, προΐστωρ, συνίστωρ, φιλοΐστωρ.