ήπειρος: Difference between revisions

From LSJ

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539
(16)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἤπειρος]], Α και δωρ. τ. [[ἄπειρος]])<br /><b>1.</b> [[ξηρά]], [[στεριά]] σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τη [[θάλασσα]] ή [[προς]] τα νησιά («μήτ' ἐν θαλάσσῃ μήτ' ἐν ἠπείρῳ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> καθεμιά από τις μεγάλες ενότητες της ξηράς της γης («οι [[πέντε]] ήπειροι»)<br /><b>3.</b> (ως κύριο όνομα) <i>η Ήπειρος</i><br />η [[περιοχή]] [[μεταξύ]] του Ιονίου πελάγους, του Αμβρακικού κόλπου, της Θεσσαλίας και της Δυτικής Μακεδονίας και τών Ακροκεραυνίων ορέων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πεδιάδα]], [[κάμπος]]<br /><b>2.</b> [[έκταση]] γης που σκεπαζόταν από τα νερά του Νείλου στην περίοδο της ετήσιας πλημμύρας<br /><b>3.</b> (ως κύριο όνομα) η Δυτική Στερεά [[Ελλάδα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «κατ' ἤπειρον» — διά ξηράς<br />β) «δισσαὶ ἤπειροι» — η [[Ευρώπη]] και η Ασία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἄπερ</i>-<i>jος</i>, με [[αντέκταση]] (ο αιολ. τ. <i>ἄπερρος</i> προέρχεται από τον ίδιο αμάρτυρο τ. με [[αφομοίωση]]). Η λ. —εξαιρέσει του επιθήματος -<i>jos</i> — συνδέεται με γερμ. <i>Ufer</i> «όχθη» και αγγλοσαξ. <i>ō</i><i>fer</i>, ανάγεται δε σε ΙE <i>ā</i><i>pero</i>- «όχθη». Η λ. [[ήπειρος]] είχε αρχικά τη [[σημασία]] «[[παραλία]] - [[στερεά]] γη» εν αντιθέσει [[προς]] τη [[θάλασσα]], αλλ' από τον Ηρόδοτο κ. εξ. δήλωσε την «ήπειρο» σε [[αντιδιαστολή]] με τα νησιά<br />από εδώ προήλθε και το κύριο όνομα <i>Ήπειρος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ηπειρώτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ηπειρόθεν]], [[ηπειρώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[ηπειρογενής]]<br />(Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[λευκήπειρος]], [[μεσήπειρος]].
|mltxt=η (AM [[ἤπειρος]], Α και δωρ. τ. [[ἄπειρος]])<br /><b>1.</b> [[ξηρά]], [[στεριά]] σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τη [[θάλασσα]] ή [[προς]] τα νησιά («μήτ' ἐν θαλάσσῃ μήτ' ἐν ἠπείρῳ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> καθεμιά από τις μεγάλες ενότητες της ξηράς της γης («οι [[πέντε]] ήπειροι»)<br /><b>3.</b> (ως κύριο όνομα) <i>η Ήπειρος</i><br />η [[περιοχή]] [[μεταξύ]] του Ιονίου πελάγους, του Αμβρακικού κόλπου, της Θεσσαλίας και της Δυτικής Μακεδονίας και τών Ακροκεραυνίων ορέων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πεδιάδα]], [[κάμπος]]<br /><b>2.</b> [[έκταση]] γης που σκεπαζόταν από τα νερά του Νείλου στην περίοδο της ετήσιας πλημμύρας<br /><b>3.</b> (ως κύριο όνομα) η Δυτική Στερεά [[Ελλάδα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «κατ' ἤπειρον» — διά ξηράς<br />β) «δισσαὶ ἤπειροι» — η [[Ευρώπη]] και η Ασία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἄπερ</i>-<i>jος</i>, με [[αντέκταση]] (ο αιολ. τ. <i>ἄπερρος</i> προέρχεται από τον ίδιο αμάρτυρο τ. με [[αφομοίωση]]). Η λ. —εξαιρέσει του επιθήματος -<i>jos</i> — συνδέεται με γερμ. <i>Ufer</i> «όχθη» και αγγλοσαξ. <i>ō</i><i>fer</i>, ανάγεται δε σε ΙE <i>ā</i><i>pero</i>- «όχθη». Η λ. [[ήπειρος]] είχε αρχικά τη [[σημασία]] «[[παραλία]] - [[στερεά]] γη» εν αντιθέσει [[προς]] τη [[θάλασσα]], αλλ' από τον Ηρόδοτο κ. εξ. δήλωσε την «ήπειρο» σε [[αντιδιαστολή]] με τα νησιά<br />από εδώ προήλθε και το κύριο όνομα <i>Ήπειρος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ηπειρώτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ηπειρόθεν]], [[ηπειρώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[ηπειρογενής]]<br />(Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[λευκήπειρος]], [[μεσήπειρος]].
}}
}}

Latest revision as of 22:05, 29 December 2020

Greek Monolingual

η (AM ἤπειρος, Α και δωρ. τ. ἄπειρος)
1. ξηρά, στεριά σε αντιδιαστολή προς τη θάλασσα ή προς τα νησιά («μήτ' ἐν θαλάσσῃ μήτ' ἐν ἠπείρῳ», Αριστοφ.)
2. καθεμιά από τις μεγάλες ενότητες της ξηράς της γης («οι πέντε ήπειροι»)
3. (ως κύριο όνομα) η Ήπειρος
η περιοχή μεταξύ του Ιονίου πελάγους, του Αμβρακικού κόλπου, της Θεσσαλίας και της Δυτικής Μακεδονίας και τών Ακροκεραυνίων ορέων
αρχ.
1. πεδιάδα, κάμπος
2. έκταση γης που σκεπαζόταν από τα νερά του Νείλου στην περίοδο της ετήσιας πλημμύρας
3. (ως κύριο όνομα) η Δυτική Στερεά Ελλάδα
4. φρ. α) «κατ' ἤπειρον» — διά ξηράς
β) «δισσαὶ ἤπειροι» — η Ευρώπη και η Ασία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄπερ-jος, με αντέκταση (ο αιολ. τ. ἄπερρος προέρχεται από τον ίδιο αμάρτυρο τ. με αφομοίωση). Η λ. —εξαιρέσει του επιθήματος -jos — συνδέεται με γερμ. Ufer «όχθη» και αγγλοσαξ. ōfer, ανάγεται δε σε ΙE āpero- «όχθη». Η λ. ήπειρος είχε αρχικά τη σημασία «παραλία - στερεά γη» εν αντιθέσει προς τη θάλασσα, αλλ' από τον Ηρόδοτο κ. εξ. δήλωσε την «ήπειρο» σε αντιδιαστολή με τα νησιά
από εδώ προήλθε και το κύριο όνομα Ήπειρος.
ΠΑΡ. ηπειρώτης
αρχ.
ηπειρόθεν, ηπειρώ.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. ηπειρογενής
(Β' συνθετικό) αρχ. λευκήπειρος, μεσήπειρος.