ήνις: Difference between revisions
From LSJ
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
(16) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἤνις]], -ιος, ἡ (Α)<br />(επίθ. για [[αγελάδα]]) <b>πιθ.</b> αυτή που [[είναι]] ηλικίας ενός έτους («βροῦν ἤνιν εὐρυμέτωπον ἀδμήτην», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἤνις]], -ιος, ἡ (Α)<br />(επίθ. για [[αγελάδα]]) <b>πιθ.</b> αυτή που [[είναι]] ηλικίας ενός έτους («βροῦν ἤνιν εὐρυμέτωπον ἀδμήτην», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Συνδέεται με το [[ἔνος]] «παλιότερος-[[πρόσφατος]]», που απαντά στο <i>ἐνι</i>-<i>αυτός</i>. Το -<i>ι</i>- της λ. αμφισβητείται αν [[είναι]] μακρό ή βραχύ, [[γιατί]] μαρτυρούνται οι γραφές <i>ἤνῑς</i> και <i>ἦνĭς</i>. Ενδέχεται [[επίσης]] να προέρχεται κατ' [[απόσπαση]] από τη [[φράση]] <i>βοῦν νῆνιν</i>, όπου το <i>νῆνιν</i> [[είναι]] [[προϊόν]] συναιρέσεως από το <i>νεῆνις</i> «νέα»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:06, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἤνις, -ιος, ἡ (Α)
(επίθ. για αγελάδα) πιθ. αυτή που είναι ηλικίας ενός έτους («βροῦν ἤνιν εὐρυμέτωπον ἀδμήτην», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Συνδέεται με το ἔνος «παλιότερος-πρόσφατος», που απαντά στο ἐνι-αυτός. Το -ι- της λ. αμφισβητείται αν είναι μακρό ή βραχύ, γιατί μαρτυρούνται οι γραφές ἤνῑς και ἦνĭς. Ενδέχεται επίσης να προέρχεται κατ' απόσπαση από τη φράση βοῦν νῆνιν, όπου το νῆνιν είναι προϊόν συναιρέσεως από το νεῆνις «νέα»].