αβδέλλα: Difference between revisions
From LSJ
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[υδρόβιος]] δακτυλιοσκώληκας (<b>βλ.</b> [[βδέλλα]])<br /><b>2.</b> κν. ονομ. με την οποία [[είναι]] γνωστή, σε ορισμένες περιοχές, η ηπατική [[διστομίαση]] (κν. [[κλαπάτσα]])<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[φορτικός]], [[ενοχλητικός]]<br />«μού έγινε (α)[[βδέλλα]]»<br /><b>4.</b> σιδερένιο [[έλασμα]] για τη [[σύνδεση]] τεμαχίων ξύλου ή μετάλλου (κν. αβδέλλι).<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=η<br /><b>1.</b> [[υδρόβιος]] δακτυλιοσκώληκας (<b>βλ.</b> [[βδέλλα]])<br /><b>2.</b> κν. ονομ. με την οποία [[είναι]] γνωστή, σε ορισμένες περιοχές, η ηπατική [[διστομίαση]] (κν. [[κλαπάτσα]])<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[φορτικός]], [[ενοχλητικός]]<br />«μού έγινε (α)[[βδέλλα]]»<br /><b>4.</b> σιδερένιο [[έλασμα]] για τη [[σύνδεση]] τεμαχίων ξύλου ή μετάλλου (κν. αβδέλλι).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[βδέλλα]]. Το αρχικό <i>α</i>- δημιουργήθηκε από τη [[συνεκφορά]]: <i>μια [[βδέλλα]], <i>μι</i>’ [[αβδέλλα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αβδελλάδικο]], <i>αβδέλλας</i>, [[αβδελλιάζω]], [[αβδελλίτσα]], <i>αβδελλόπουλο</i>, [[αβδελλώνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αβδελλόχορτο]], [[αβδελλοκόκκαλο]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:10, 29 December 2020
Greek Monolingual
η
1. υδρόβιος δακτυλιοσκώληκας (βλ. βδέλλα)
2. κν. ονομ. με την οποία είναι γνωστή, σε ορισμένες περιοχές, η ηπατική διστομίαση (κν. κλαπάτσα)
3. μτφ. φορτικός, ενοχλητικός
«μού έγινε (α)βδέλλα»
4. σιδερένιο έλασμα για τη σύνδεση τεμαχίων ξύλου ή μετάλλου (κν. αβδέλλι).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρχ. βδέλλα. Το αρχικό α- δημιουργήθηκε από τη συνεκφορά: μια βδέλλα, μι’ αβδέλλα.
ΠΑΡ. αβδελλάδικο, αβδέλλας, αβδελλιάζω, αβδελλίτσα, αβδελλόπουλο, αβδελλώνω.
ΣΥΝΘ. αβδελλόχορτο, αβδελλοκόκκαλο].