έπαινος: Difference between revisions
From LSJ
ὅρκους γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω → the oaths of a woman I inscribe on water, I write a woman's oaths in water
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (AM [[ἔπαινος]])<br />η [[ενέργεια]] του [[επαινώ]], [[επιδοκιμασία]], [[επαινετικός]] [[λόγος]], [[εγκώμιο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δημόσια]] [[αναγνώριση]] και [[διακήρυξη]] τών αρετών κάποιου, [[ηθική]] [[ανταμοιβή]] («ἐπαινος ανδρείας»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για τον θεό) [[δόξα]]<br /><b>2.</b> (ως [[προσφώνηση]]) [[μακάριος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμβουλή]], [[παραίνεση]]<br /><b>2.</b> [[συναίνεση]], αμοιβαία [[συμφωνία]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=<b>(I)</b><br />ο (AM [[ἔπαινος]])<br />η [[ενέργεια]] του [[επαινώ]], [[επιδοκιμασία]], [[επαινετικός]] [[λόγος]], [[εγκώμιο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δημόσια]] [[αναγνώριση]] και [[διακήρυξη]] τών αρετών κάποιου, [[ηθική]] [[ανταμοιβή]] («ἐπαινος ανδρείας»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για τον θεό) [[δόξα]]<br /><b>2.</b> (ως [[προσφώνηση]]) [[μακάριος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμβουλή]], [[παραίνεση]]<br /><b>2.</b> [[συναίνεση]], αμοιβαία [[συμφωνία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[αίνος]] «[[λόγος]], [[έπαινος]]»].<br /><b>(II)</b><br />[[ἔπαινος]], το και σπαν. έπαινον, το (Μ)<br /><b>1.</b> [[έπαινος]]<br /><b>2.</b> [[επαινετικός]] [[λόγος]], [[εγκώμιο]]<br /><b>3.</b> (για τον Χριστό ή τους αγίους) α) [[δόξα]]<br />β) [[μεγαλείο]]<br /><b>4.</b> [[φήμη]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «εἰς τὸ ἔπαινός μου» — [[είμαι]] [[ευτυχής]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:20, 29 December 2020
Greek Monolingual
(I)
ο (AM ἔπαινος)
η ενέργεια του επαινώ, επιδοκιμασία, επαινετικός λόγος, εγκώμιο
νεοελλ.
δημόσια αναγνώριση και διακήρυξη τών αρετών κάποιου, ηθική ανταμοιβή («ἐπαινος ανδρείας»)
μσν.
1. (για τον θεό) δόξα
2. (ως προσφώνηση) μακάριος
αρχ.
1. συμβουλή, παραίνεση
2. συναίνεση, αμοιβαία συμφωνία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < επί + αίνος «λόγος, έπαινος»].
(II)
ἔπαινος, το και σπαν. έπαινον, το (Μ)
1. έπαινος
2. επαινετικός λόγος, εγκώμιο
3. (για τον Χριστό ή τους αγίους) α) δόξα
β) μεγαλείο
4. φήμη
5. φρ. «εἰς τὸ ἔπαινός μου» — είμαι ευτυχής.