αγνάντια: Difference between revisions

From LSJ

γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[αγνάντι]] <b>επίρρ.</b><br />[[απέναντι]], [[αντίκρυ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από τη [[συνεκφορά]]: <i>τα [[εναντία]] &GT; <i>ταϊνάντια</i> &GT; <i>ταjνάντια</i> &GT; <i>τ</i>' [[αγνάντια]]. Λιγότερο πιθανή η [[παραγωγή]] από το <i>ἐκναντία</i> που προτείνει ο P. Kretschmcr (<i>Lesblsche Dialect 174</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αγναντερός]], [[αγναντεύω]], [[αγναντιάζω]], [[αγνάντιος]], [[άγναντος]]].
|mltxt=και [[αγνάντι]] <b>επίρρ.</b><br />[[απέναντι]], [[αντίκρυ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Από τη [[συνεκφορά]]: τα [[εναντία]] > <i>ταϊνάντια</i> > <i>ταjνάντια</i> > <i>τ</i>' [[αγνάντια]]. Λιγότερο πιθανή η [[παραγωγή]] από το <i>ἐκναντία</i> που προτείνει ο P. Kretschmcr (<i>Lesblsche Dialect 174</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αγναντερός]], [[αγναντεύω]], [[αγναντιάζω]], [[αγνάντιος]], [[άγναντος]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:20, 29 December 2020

Greek Monolingual

και αγνάντι επίρρ.
απέναντι, αντίκρυ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Από τη συνεκφορά: τα εναντία > ταϊνάντια > ταjνάντια > τ' αγνάντια. Λιγότερο πιθανή η παραγωγή από το ἐκναντία που προτείνει ο P. Kretschmcr (Lesblsche Dialect 174).
ΠΑΡ. αγναντερός, αγναντεύω, αγναντιάζω, αγνάντιος, άγναντος].