αδένας: Difference between revisions
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α ἀδὴν –[[ένος]], η και ο)<br />επιθηλιακό όργανο του οργανισμού, στο οποίο καταλήγουν αγγεία που εκκρίνουν [[υγρό]] κατάλληλο για τη [[λειτουργία]] του (κν. [[γλυκάδι]], [[ελιά]], γαργαλήθρα).<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=ο (Α ἀδὴν –[[ένος]], η και ο)<br />επιθηλιακό όργανο του οργανισμού, στο οποίο καταλήγουν αγγεία που εκκρίνουν [[υγρό]] κατάλληλο για τη [[λειτουργία]] του (κν. [[γλυκάδι]], [[ελιά]], γαργαλήθρα).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η λ. [[ἀδήν]], αρχικά θηλ. γένους (η [[ἀδήν]]), ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>ng</i><sup>w</sup><i>en</i> (μηδενισμένη μεταπτωτική [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>eng</i><sup>w</sup>-), που σήμαινε αρχικά «[[πρήξιμο]], [[οίδημα]], όγκος, [[βουβών]]». Στην [[ίδια]] [[ρίζα]] ανάγεται το λατ. inguen (ουδ. [[κατά]] τα sanguen «[[λίπος]]» <b>κ.ά.</b>) που διατήρησε την αρχ. [[σημασία]] ([[οίδημα]] – όγκος – [[βουβών]]). Από το λατ. inguen προήλθαν οι νεολατιν. λέξεις που σημαίνουν τον «βουβώνα» (γαλλ. aine, ισπ. ingle, ιταλ. ιnguine). Μερικοί υποστηρίζουν ότι στην [[ίδια]] [[ρίζα]] (<i>eng</i><sup>w</sup>-) ανάγεται και η λ. [[νεφρός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>neg</i><sup>w</sup><i>h</i>-<i>ros</i>), [[άποψη]] που εμφανίζει όμως μεγάλες ερμηνευτικές δυσχέρειες (προϋποθέτει [[αντιμετάθεση]] του <i>en</i> σε <i>ne</i>, [[εναλλαγή]] των <i>g</i><sup>w</sup><i>h</i> και <i>g</i><sup>w</sup> <b>κ.λπ.</b>)<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>αδενοειδή</i>, [[αδενώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αδενικός]], [[αδενίσκος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αδενοπαθής]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:25, 29 December 2020
Greek Monolingual
ο (Α ἀδὴν –ένος, η και ο)
επιθηλιακό όργανο του οργανισμού, στο οποίο καταλήγουν αγγεία που εκκρίνουν υγρό κατάλληλο για τη λειτουργία του (κν. γλυκάδι, ελιά, γαργαλήθρα).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. ἀδήν, αρχικά θηλ. γένους (η ἀδήν), ανάγεται σε ΙΕ ρίζα ngwen (μηδενισμένη μεταπτωτική βαθμίδα της ΙΕ ρίζας engw-), που σήμαινε αρχικά «πρήξιμο, οίδημα, όγκος, βουβών». Στην ίδια ρίζα ανάγεται το λατ. inguen (ουδ. κατά τα sanguen «λίπος» κ.ά.) που διατήρησε την αρχ. σημασία (οίδημα – όγκος – βουβών). Από το λατ. inguen προήλθαν οι νεολατιν. λέξεις που σημαίνουν τον «βουβώνα» (γαλλ. aine, ισπ. ingle, ιταλ. ιnguine). Μερικοί υποστηρίζουν ότι στην ίδια ρίζα (engw-) ανάγεται και η λ. νεφρός (< negwh-ros), άποψη που εμφανίζει όμως μεγάλες ερμηνευτικές δυσχέρειες (προϋποθέτει αντιμετάθεση του en σε ne, εναλλαγή των gwh και gw κ.λπ.)
ΠΑΡ. αδενοειδή, αδενώδης
νεοελλ.
αδενικός, αδενίσκος.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αδενοπαθής].