αερόστατο: Difference between revisions

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το <b>(Αερον.)</b><br />[[μεγάλος]] [[αεροστεγής]] [[σάκος]], [[γεμάτος]] με ένα [[αέριο]] ελαφρότερο από τον αέρα (θερμό αέρα, [[υδρογόνο]] ή ήλιο), που ανεβαίνει και αιωρείται [[μέσα]] στην [[ατμόσφαιρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ελληνογενές <span style="color: red;"><</span> <i>αήρ</i> <span style="color: red;">+</span> -[[στατός]] <span style="color: red;"><</span> [[ίστημι]], <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>aerostat</i>].
|mltxt=το <b>(Αερον.)</b><br />[[μεγάλος]] [[αεροστεγής]] [[σάκος]], [[γεμάτος]] με ένα [[αέριο]] ελαφρότερο από τον αέρα (θερμό αέρα, [[υδρογόνο]] ή ήλιο), που ανεβαίνει και αιωρείται [[μέσα]] στην [[ατμόσφαιρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ελληνογενές <span style="color: red;"><</span> <i>αήρ</i> <span style="color: red;">+</span> -[[στατός]] <span style="color: red;"><</span> [[ίστημι]], πρβλ. γαλλ. <i>aerostat</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:48, 29 December 2020

Greek Monolingual

το (Αερον.)
μεγάλος αεροστεγής σάκος, γεμάτος με ένα αέριο ελαφρότερο από τον αέρα (θερμό αέρα, υδρογόνο ή ήλιο), που ανεβαίνει και αιωρείται μέσα στην ατμόσφαιρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ελληνογενές < αήρ + -στατός < ίστημι, πρβλ. γαλλ. aerostat].