ακαμάτης: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-τρα και -ισσα, -ικο (Μ ἀκαμάτης)<br /><b>1.</b> [[φυγόπονος]], [[οκνός]], [[νωθρός]]<br />«ακαμάτρα [[γυναίκα]]»<br /><b>παροιμ.</b> «οι ακαμάτρες κι οι λωλές έχουν τις μοίρες τις καλές» ([[γιατί]] παντρεύονται εύκολα)<br /><b>2.</b> ([[δέντρο]]) που δεν καρποφορεί<br />«ακαμάτικο [[δέντρο]]»<br /><b>ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κηφήνας]]<br /><b>2.</b> [[βλαστάρι]] του κλήματος [[χωρίς]] σταφύλια<br /><b>3.</b> [[αφύτευτος]] [[χώρος]] [[ανάμεσα]] στις πρασιές<br /><b>4.</b> [[σφήνα]] ξύλινη, τοποθετημένη παράλληλα με τους δύο καματερούς του ανεμόμυλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> ουσ. [[κάματος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακαμασιά]], [[ακαματερός]], [[ακαματεύω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ακαμάτευτος]] ΙΙ, [[ακαματόσκυλο]]].
|mltxt=-τρα και -ισσα, -ικο (Μ ἀκαμάτης)<br /><b>1.</b> [[φυγόπονος]], [[οκνός]], [[νωθρός]]<br />«ακαμάτρα [[γυναίκα]]»<br /><b>παροιμ.</b> «οι ακαμάτρες κι οι λωλές έχουν τις μοίρες τις καλές» ([[γιατί]] παντρεύονται εύκολα)<br /><b>2.</b> ([[δέντρο]]) που δεν καρποφορεί<br />«ακαμάτικο [[δέντρο]]»<br /><b>ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κηφήνας]]<br /><b>2.</b> [[βλαστάρι]] του κλήματος [[χωρίς]] σταφύλια<br /><b>3.</b> [[αφύτευτος]] [[χώρος]] [[ανάμεσα]] στις πρασιές<br /><b>4.</b> [[σφήνα]] ξύλινη, τοποθετημένη παράλληλα με τους δύο καματερούς του ανεμόμυλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> ουσ. [[κάματος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακαμασιά]], [[ακαματερός]], [[ακαματεύω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ακαμάτευτος]] ΙΙ, [[ακαματόσκυλο]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:50, 29 December 2020

Greek Monolingual

-τρα και -ισσα, -ικο (Μ ἀκαμάτης)
1. φυγόπονος, οκνός, νωθρός
«ακαμάτρα γυναίκα»
παροιμ. «οι ακαμάτρες κι οι λωλές έχουν τις μοίρες τις καλές» (γιατί παντρεύονται εύκολα)
2. (δέντρο) που δεν καρποφορεί
«ακαμάτικο δέντρο»
ως ουσ.
1. ο κηφήνας
2. βλαστάρι του κλήματος χωρίς σταφύλια
3. αφύτευτος χώρος ανάμεσα στις πρασιές
4. σφήνα ξύλινη, τοποθετημένη παράλληλα με τους δύο καματερούς του ανεμόμυλου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + ουσ. κάματος.
ΠΑΡ. ακαμασιά, ακαματερός, ακαματεύω.
ΣΥΝΘ. ακαμάτευτος ΙΙ, ακαματόσκυλο].