ακτινόμετρο: Difference between revisions
From LSJ
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το <b>(Μετεωρ.)</b><br />[[γενικός]] [[χαρακτηρισμός]] τών οργάνων που χρησιμοποιούνται για τη [[μέτρηση]] της ηλιακής ακτινοβολίας.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=το <b>(Μετεωρ.)</b><br />[[γενικός]] [[χαρακτηρισμός]] τών οργάνων που χρησιμοποιούνται για τη [[μέτρηση]] της ηλιακής ακτινοβολίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ελληνογενές <span style="color: red;"><</span> [[ακτίς]] (-<i>ίνα</i>) <span style="color: red;">+</span> [[μέτρο]](<i>ν</i>), πρβλ. αγγλ. <i>actinometer</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ακτινομετρώ]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:00, 29 December 2020
Greek Monolingual
το (Μετεωρ.)
γενικός χαρακτηρισμός τών οργάνων που χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση της ηλιακής ακτινοβολίας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ελληνογενές < ακτίς (-ίνα) + μέτρο(ν), πρβλ. αγγλ. actinometer.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακτινομετρώ].