Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αλεείνω: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλεείνω]] (Α)<br />(επικό [[ρήμα]] που χρησιμοποιείται μόνο στον ενεστώτα και παρατατικό)<br /><b>1.</b> [[αποφεύγω]], [[ξεφεύγω]]<br /><b>2.</b> [[υποχωρώ]], [[οπισθοχωρώ]], αποσύρομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλεF</i>-<i>εν</i>-<i>jω</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. τών λ. [[ἀλέα]], [[ἀλέομαι]] και [[πρόσφυμα]] -<i>εν</i>-) με σίγηση του ενδοφωνηεντικού <i>F</i> και [[επένθεση]]].
|mltxt=[[ἀλεείνω]] (Α)<br />(επικό [[ρήμα]] που χρησιμοποιείται μόνο στον ενεστώτα και παρατατικό)<br /><b>1.</b> [[αποφεύγω]], [[ξεφεύγω]]<br /><b>2.</b> [[υποχωρώ]], [[οπισθοχωρώ]], αποσύρομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλεF</i>-<i>εν</i>-<i>jω</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. τών λ. [[ἀλέα]], [[ἀλέομαι]] και [[πρόσφυμα]] -<i>εν</i>-) με σίγηση του ενδοφωνηεντικού <i>F</i> και [[επένθεση]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:10, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀλεείνω (Α)
(επικό ρήμα που χρησιμοποιείται μόνο στον ενεστώτα και παρατατικό)
1. αποφεύγω, ξεφεύγω
2. υποχωρώ, οπισθοχωρώ, αποσύρομαι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλεF-εν- (< θ. τών λ. ἀλέα, ἀλέομαι και πρόσφυμα -εν-) με σίγηση του ενδοφωνηεντικού F και επένθεση].