αλιναιέτης: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἁλιναιέτης]], ο (Α)<br />αυτός που κατοικεί, που διαβιεί στη [[θάλασσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁλι</i>- (<span style="color: red;"><</span><i>ἃλς</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[ναιέτης]] <span style="color: red;"><</span> [[ναίω]], <i>ναιετῶ</i> «[[κατοικώ]], [[διαμένω]]»].
|mltxt=[[ἁλιναιέτης]], ο (Α)<br />αυτός που κατοικεί, που διαβιεί στη [[θάλασσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁλι</i>- (<span style="color: red;"><</span><i>ἃλς</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[ναιέτης]] <span style="color: red;"><</span> [[ναίω]], <i>ναιετῶ</i> «[[κατοικώ]], [[διαμένω]]»].
}}
}}

Latest revision as of 23:10, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἁλιναιέτης, ο (Α)
αυτός που κατοικεί, που διαβιεί στη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁλι- (<ἃλς) + -ναιέτης < ναίω, ναιετῶ «κατοικώ, διαμένω»].