αλυχτομανιό: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br />το [[αλυχτομανητό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αλυχτομανώ]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιό</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γυναικομανιό</i>) που δηλώνει [[πλησμονή]], [[πληθώρα]]].
|mltxt=το<br />το [[αλυχτομανητό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αλυχτομανώ]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιό</i> (πρβλ. <i>γυναικομανιό</i>) που δηλώνει [[πλησμονή]], [[πληθώρα]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:22, 29 December 2020

Greek Monolingual

το
το αλυχτομανητό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλυχτομανώ + κατάλ. -ιό (πρβλ. γυναικομανιό) που δηλώνει πλησμονή, πληθώρα].