διάστυλος: Difference between revisions
Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος (Πονηρός ἐστ' ἄνθρωπος πᾶς τις † ἀχάριστος) → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diastylos | |Transliteration C=diastylos | ||
|Beta Code=dia/stulos | |Beta Code=dia/stulos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"> | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[diastyle]], i. e. [[having a space of three diameters between the columns]], Vitr.3.3.1. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">διάστυλον, τό,</b> = foreg. 1, <span class="title">IG</span>4.1484.63 (Epid.), <span class="title">Ephes.</span>2.76,al.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 00:10, 30 December 2020
English (LSJ)
ον, A diastyle, i. e. having a space of three diameters between the columns, Vitr.3.3.1. II διάστυλον, τό, = foreg. 1, IG4.1484.63 (Epid.), Ephes.2.76,al.
Greek (Liddell-Scott)
διάστῡλος: -ον, (ναὸς) οὗ τὰ μεταξὺ τῶν κιόνων διαστήματα, τὰ μετακιόνια, ἀπέχουσιν ἀλλήλων τρεῖς διαμέτρους τοῦ κίονος, πρβλ. εὔστυλος, σύστυλος, ἀραιόστυλος, Βιτρούβ. 3. 2.
Spanish (DGE)
-ον
1 diástilo, que tiene un espacio de tres diámetros entre las columnasref. a templos, Vitr.3.3.1, 4.3.7.
2 subst. τὸ δ. intercolumnio, de donde dos columnas ἡ σορὸς καὶ ὁ περὶ αὐτὴν τόπος σὺν τῷ διαστύλῳ IEphesos 2214.1 (imper.), frec. en dedicatorias τετελειωκότα ... στοᾶς ἀνατολικῆς ... διάστυλα ὀκτώ habiendo terminado del pórtico oriental la parte correspondiente a nueve columnas, MAMA 8.498.15 (Afrodisias II d.C.), διάστυλα μαρμάρινα Ath.Mitt.35.1910.446, cf. 27.1902.93 (ambas Pérgamo, imper.), τὸ πρῶτον καὶ τρίτον δ. ἐποίησεν hizo el primer y segundo intercolumnios, e.d. las tres primeras columnas, IAphrodisias 2.10.6 (III/IV d.C.), cf. IEphesos 445.10, 444.10, 2076, 2080 (todas imper.).
3 plu. τὰ διάστυλα columnata, balaustrada que separa el altar mayor de la nave en la iglesia crist. IChCr.48 (VII d.C.).
Greek Monolingual
-η -ο (AM διάστυλος, -ον)
«διάστυλος ναός» — ναός στον οποίο η απόσταση μεταξύ δύο κιόνων είναι τριπλάσια από τη διάμετρο του κίονα
μσν.
το ουδ. ως ουσ. το κιγκλίδωμα που χώριζε τον κυρίως ναό από το Άγιο Βήμα
αρχ.
το διαστύλιον.