εὐθανασία: Difference between revisions
εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efthanasia | |Transliteration C=efthanasia | ||
|Beta Code=eu)qanasi/a | |Beta Code=eu)qanasi/a | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"> | |Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[easy]], [[happy death]], <span class="bibl">Posidipp. 18</span>, August. ap.<span class="bibl">Suet. <span class="title">Oct.</span>99</span>, <span class="bibl">Ph. 1.182</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[noble death]], <span class="bibl">Cic. <span class="title">Att.</span>16.7.3</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 01:50, 30 December 2020
English (LSJ)
ἡ, A easy, happy death, Posidipp. 18, August. ap.Suet. Oct.99, Ph. 1.182. 2 noble death, Cic. Att.16.7.3.
German (Pape)
[Seite 1068] ἡ, leichter, schöner Tod, Posidipp. Stob. fl. 118, 17; Cic. Attic. 16, 7; Suet. Aug. 99.
Greek (Liddell-Scott)
εὐθᾰνασία: ἡ, εὔκολος ἢ εὐτυχὴς θάνατος, Ποσείδιππος ἐν «Μύρμηκι» 1, Φίλων 1. 182, Κικ. πρὸς Ἀττ. 16. 7, 3, Αὔγουστ. παρὰ Suet. Oct. 99.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐθανασία)
1. ανώδυνος, εύκολος θάνατος
2. ένδοξος θάνατος
νεοελλ.
πρόκληση ανώδυνου θανάτου για να επιτευχθεί συντόμευση της αγωνίας από επώδυνη, ανίατη ασθένεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθάνατος. Η λ. με τη σύγχρονη σημασία της «ανώδυνη θανάτωση τών πασχόντων από επώδυνες ανίατες ασθένειες» αποτελεί αντιδάνειο στη Νέα Ελληνική (πρβλ. αγγλ. euthanasia)].
Russian (Dvoretsky)
εὐθᾰνᾰσία: ἡ безболезненная кончина, тихая смерть Cic., Suet.