ζωογονητικός: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=zoogonitikos | |Transliteration C=zoogonitikos | ||
|Beta Code=zwogonhtiko/s | |Beta Code=zwogonhtiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[capable of generation]], ib.49; σύλληψις <span class="bibl">Aët.1.142</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ζωογονητικός]], -ή, -όν) [[ζωογονώ]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[ζωογόνηση]], [[ζωογόνος]], [[αναζωογονητικός]], [[τονωτικός]], [[εμψυχωτικός]], [[αναπτερωτικός]]. Επιρρ. <i>ζωογονητικώς</i><br />με τρόπο ζωογόνο, με [[ζωογόνηση]], εμψυχωτικά, αναπτερωτικά. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[ζωογονητικός]], -ή, -όν) [[ζωογονώ]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[ζωογόνηση]], [[ζωογόνος]], [[αναζωογονητικός]], [[τονωτικός]], [[εμψυχωτικός]], [[αναπτερωτικός]]. Επιρρ. <i>ζωογονητικώς</i><br />με τρόπο ζωογόνο, με [[ζωογόνηση]], εμψυχωτικά, αναπτερωτικά. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:35, 30 December 2020
English (LSJ)
ή, όν, A capable of generation, ib.49; σύλληψις Aët.1.142.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ζωογονητικός, -ή, -όν) ζωογονώ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωογόνηση, ζωογόνος, αναζωογονητικός, τονωτικός, εμψυχωτικός, αναπτερωτικός. Επιρρ. ζωογονητικώς
με τρόπο ζωογόνο, με ζωογόνηση, εμψυχωτικά, αναπτερωτικά.