κακαλία: Difference between revisions
οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "<span class="bibl">11</span>" to "''ΙΙ''") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kakalia | |Transliteration C=kakalia | ||
|Beta Code=kakali/a | |Beta Code=kakali/a | ||
|Definition=<span class="sense"> | |Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> v.l. for [[κακκαλία]] ''ΙΙ'' (q.v.) in Dsc.4.122; cf. κακαλίς· [[νάρκισσος]], Hsch.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:25, 30 December 2020
English (LSJ)
A v.l. for κακκαλία ΙΙ (q.v.) in Dsc.4.122; cf. κακαλίς· νάρκισσος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1297] ἡ, eine Pflanze, die für tussilago, Huflattich, erkl. wird, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
κακαλία: ἡ, φυτόν, ἴσως εἶναι τὸ Mercurialis, Διοσκ. 4. 123.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
sorte de plante (lat. tussilago).
Syn. λεοντική.
Greek Monolingual
κακ(κ)αλία, ἡ (Α)
1. το φυτό στρύχνο το υπνωτικό
2. το ποώδες φυτό μερκουριαλίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται πιθ. σχέση με την αιγυπτιακής προελεύσεως ονομασία φυτών ακακαλίς].
Frisk Etymological English
Meaning: name of everal plants (Dsc., Plin.); κακαλίς νάρκισσος H.
See also: s. ἀκακαλίς.
Frisk Etymology German
κακαλία: {kak(k)alía}
Grammar: f.
Meaning: N. verschiedener Pflanzen (Dsk., Plin.);
Derivative: κακαλίς· νάρκισσος H.
Etymology : Vgl. zu ἀκακαλίς.
Page 1,758