Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λαφύστιος: Difference between revisions

From LSJ

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lafystios
|Transliteration C=lafystios
|Beta Code=lafu/stios
|Beta Code=lafu/stios
|Definition=α, ον, (λαφύσσω) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[gluttonous]], APl.1.15*, Lyc.215. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Pass., [[devoured]], Id.791. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> title of Zeus among the Minyae, <span class="bibl">Hdt.7.197</span>; of Dionysus in Boeotia, <span class="bibl"><span class="title">EM</span>557.51</span>; of devotees of Dionysus, γυναῖκες Lyc.1237.</span>
|Definition=α, ον, (λαφύσσω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[gluttonous]], APl.1.15*, Lyc.215. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Pass., [[devoured]], Id.791. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> title of Zeus among the Minyae, <span class="bibl">Hdt.7.197</span>; of Dionysus in Boeotia, <span class="bibl"><span class="title">EM</span>557.51</span>; of devotees of Dionysus, γυναῖκες Lyc.1237.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 13:45, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰφύστιος Medium diacritics: λαφύστιος Low diacritics: λαφύστιος Capitals: ΛΑΦΥΣΤΙΟΣ
Transliteration A: laphýstios Transliteration B: laphystios Transliteration C: lafystios Beta Code: lafu/stios

English (LSJ)

α, ον, (λαφύσσω) A gluttonous, APl.1.15*, Lyc.215. II Pass., devoured, Id.791. III title of Zeus among the Minyae, Hdt.7.197; of Dionysus in Boeotia, EM557.51; of devotees of Dionysus, γυναῖκες Lyc.1237.

German (Pape)

[Seite 19] gefräßig, Ep. ad. 413 (Plan. 15) u. a. sp. D., γνάθοι Lycophr. 215. S. auch nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰφύστιος: -α, -ον, (λαφύσσω) λαίμαργος, ἀδηφάγος, Ἀνθ. Πλαν. 15, Λυκόφρ. 1234, κτλ.· ― ὄνομα τοῦ Διὸς παρὰ τοῖς Μινύαις, Ἡρόδ. 7. 197, ἴδε Müller Εὐμ. § 55. ΙΙ. Παθ., καταβρωθείς, κατασπαραχθείς, Λυκόφρ. 791.

Greek Monolingual

λαφύστιος, -ία, -ον (Α)
1. λαίμαργος, αδηφάγος
2. αυτός που κατασπαράχθηκε
3. (το αρσ. ως κύριο όν.) Λαφύστιος
α) προσωνυμία του Διός στους Μινύες του Ορχομενού
β) προσωνυμία του Διονύσου στη Βοιωτία
4. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. οπαδός του Διονύσου («γυναῑκες λαφύστιαι», Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το λαφύσσω και χρησιμοποιήθηκε ως προσωνυμία του Διός με σημ. «αυτός που καταβροχθίζει», επειδή στη λατρεία του θεού αυτού ήταν χαρακτηριστικές οι ανθρωποθυσίες].

Greek Monotonic

λᾰφύστιος: -α, -ον, λαίμαργος, αδηφάγος, σε Ηρόδ., Ανθ.

Middle Liddell

λᾰφύστιος, η, ον [from λᾰφύσσω]
gluttonous, Hdt., Anth.