μελανόζυξ: Difference between revisions
τὸ τερπνὸν παρεμπορεύομαι → yield delight besides instruction, mix business with pleasure
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=melanozyks | |Transliteration C=melanozyks | ||
|Beta Code=melano/zuc | |Beta Code=melano/zuc | ||
|Definition=ῠγος, ὁ, ἡ, lit. <span class="sense"> | |Definition=ῠγος, ὁ, ἡ, lit. <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[black benched]], i. e. manned with swarthy (Egyptian) rowers, μ. ἄτα <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>530</span> (lyr.).[accentuation edited HD]</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:10, 30 December 2020
English (LSJ)
ῠγος, ὁ, ἡ, lit. A black benched, i. e. manned with swarthy (Egyptian) rowers, μ. ἄτα A.Supp.530 (lyr.).[accentuation edited HD]
German (Pape)
[Seite 119] υγος, ναῦς, ein mit schwarzen Ruderbänken (ζυγά) versehenes Schiff, Aesch. Suppl. 525.
Greek (Liddell-Scott)
μελᾰνόζυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 530, μελανόζυγ’ ἄταν, ὄλεθρον μὲ μέλανα θρανία, δηλαδ. πλοῖον μὲ μέλανας (Αἰγυπτίους) ἐρέτας, πρβλ. 719, 745, καὶ ἴδε ἐν λέξ. μελάμπους, μελανοσυρμαῖος.
French (Bailly abrégé)
υγος (ὁ, ἡ)
aux noirs bancs de rameurs.
Étymologie: μέλας, ζυγόν.
Greek Monolingual
μελανόζυξ, -υγος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει μαύρα έδρανα («λίμνᾳ δ' ἔμβαλε πορφυροειδῆ τὰν μελανόζυγ' ἄταν» — οδήγησε μέσα στη λίμνη τον όλεθρο με τα μαύρα έδρανα, δηλ. πλοίο με μαύρους κωπηλάτες, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -ζυξ (< ζεύγνυμι, πρβλ. ομό-ζυξ, σύ-ζυξ].
Russian (Dvoretsky)
μελᾰνόζυξ: ῠγος adj. с черными скамьями для гребцов (sc. ναῦς Aesch.).