σίκυς: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
(nl)
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sikys
|Transliteration C=sikys
|Beta Code=si/kus
|Beta Code=si/kus
|Definition=v. foreg. <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">σικύς· ὁ γναφεύς</b>, Hsch.</span>
|Definition=v. foreg. <span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">σικύς· ὁ γναφεύς</b>, Hsch.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 09:10, 31 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σίκυς Medium diacritics: σίκυς Low diacritics: σίκυς Capitals: ΣΙΚΥΣ
Transliteration A: síkys Transliteration B: sikys Transliteration C: sikys Beta Code: si/kus

English (LSJ)

v. foreg. II σικύς· ὁ γναφεύς, Hsch.

German (Pape)

[Seite 881] ὁ, = Vorigem; Alcaeus bei Ath. III, 75 e; Diosc.

Greek Monolingual

-υος, η και ο, ΝΑ
νεοελλ.
η καρπουζιά
αρχ.
1. το αγγούρι, ο σίκυος
2. το φυτό σίκυος ο άγριος, η πικραγγουριά, γνωστό, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ονοματολογία, ως Εκκβάλιο το ελατήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του σικύα (πρβλ. και σίκυος, βλ. λ. σικύα)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σίκυς -υος, ὁ zie σίκυος.