σιτικός: Difference between revisions
ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sitikos | |Transliteration C=sitikos | ||
|Beta Code=sitiko/s | |Beta Code=sitiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of wheat]] or [[corn]], (sc. [[λόγος]]) <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>292.2</span> (iii B.C.); <b class="b3">σ. ἐξαγωγή</b> exportation [[of corn]], <span class="bibl">Plb.28.16.8</span>; <b class="b3">οἱ σ. καρποί</b> Aristeas <span class="bibl">112</span>, <span class="bibl">D.S.5.21</span>, etc.; σ. τροφή <span class="bibl">Str. 5.4.3</span>; <b class="b3">ὁ σ. νόμος</b>, Lat. [[lex frumentaria]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">CG</span>5</span>; <b class="b3">σ. πρόσοδοι, τελέσματα</b>, <span class="title">OGI</span>90.11 (Rosetta, ii B.C.), 669.47 (Egypt, i A.D.); <b class="b3">πράξας τὸ σ., πράκτωρ σιτικῶν</b>, <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>2120.4</span> (iii A.D.), <span class="bibl"><span class="title">Ostr.Bodl.</span> iv 74</span> (iii A.D.), etc. (cf. πράκτωρ <span class="bibl">11.2</span>); <b class="b3">σ. ἐδάφη, ἄρουραι</b>, lands <b class="b2">subject to corn-tax</b>, <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>6.704.17</span> (ii A.D.), Wilcken <span class="title">Chr.</span>115.14 (iii A.D.), etc.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:25, 31 December 2020
English (LSJ)
ή, όν, A of wheat or corn, (sc. λόγος) PCair.Zen.292.2 (iii B.C.); σ. ἐξαγωγή exportation of corn, Plb.28.16.8; οἱ σ. καρποί Aristeas 112, D.S.5.21, etc.; σ. τροφή Str. 5.4.3; ὁ σ. νόμος, Lat. lex frumentaria, Plu.CG5; σ. πρόσοδοι, τελέσματα, OGI90.11 (Rosetta, ii B.C.), 669.47 (Egypt, i A.D.); πράξας τὸ σ., πράκτωρ σιτικῶν, POxy.2120.4 (iii A.D.), Ostr.Bodl. iv 74 (iii A.D.), etc. (cf. πράκτωρ 11.2); σ. ἐδάφη, ἄρουραι, lands subject to corn-tax, PSI6.704.17 (ii A.D.), Wilcken Chr.115.14 (iii A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 885] = Folgdm; ἐξαγωγή, Getreideausfuhr, Pol. 28, 14, 8; D. Hal. epit. 17, 12.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτικός: -ή, -όν, (σῖτος) ὁ τοῦ σίτου, εἰς τὸν σῖτον ἀνήκων, σ. ἐξαγωγή, ἐξαγωγὴ σίτου, Πολύβ. 28. 14, 8· οἱ σ. καρποὶ Διόδ. 5. 21, κτλ.· σ. τροφὴ Στράβ. 242· ὁ σ. νόμος, lex frumentaria, Πλουτ. Γ. Γράκχ. 5· σ. πρόσοδοι Συλλ. Ἐπιγρ. 4697. 11.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne le blé : σιτικὸς νόμος PLUT loi sur les céréales (lex frumentaria).
Étymologie: σῖτος.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α σῑτος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σίτο (α. «oἱ σιτικοὶ καρποί», Αριστοτ.
β. «περὶ σιτικῆς ἐξαγωγῆς», Πολ.
γ. «σιτικαὶ πρόσοδοι», επιγρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σιτικόν
ο σίτος.
επίρρ...
σιτικῶς Α
όπως ο σίτος, με τον τρόπο που χρησιμοποιείται το σιτάρι.
Greek Monotonic
σῑτικός: -ή, -όν (σῖτος), αυτός που ανήκει σε ή προέρχεται από το σιτάρι ή τα σιτηρά, σιταρένιος, σταρένιος· σιτικὴ τροφή, σε Στράβ.· ὁ σιτικὸς νόμος, lex frumentaria, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιτικός -ή -όν [σῖτος] betrekking hebbend op graan, graan-:; σιτικὸς νόμος ( Lat. ) lex frumentaria (graanwet in Rome) Plut. TG et CG 26(5).2; subst.. τὸ σιτικόν de graanvoorziening Plut. Pomp. 50.1.
Russian (Dvoretsky)
σῑτικός: хлебный, зерновой: σιτικὴ ἐξαγωγή Polyb. вывоз хлеба; σιτικοὶ καρποί Diod. хлебные растения; σ. νόμος Plut. (лат. lex frumentaria) хлебный закон.
Middle Liddell
σῑτικός, ή, όν σῖτος
of wheat or corn, ς. τροφή Strab.; ὁ ς. νόμος lex frumentaria, Plut.