σπάταλος: Difference between revisions
ὡς οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → since unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=spatalos | |Transliteration C=spatalos | ||
|Beta Code=spa/talos | |Beta Code=spa/talos | ||
|Definition=[<b class="b3">σπᾰ], ον</b>, <span class="sense"> | |Definition=[<b class="b3">σπᾰ], ον</b>, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[wanton]], [[lascivious]], κλέμματα <span class="title">AP</span>5.17 (Rufin.); of persons, Bardesan. ap. <span class="bibl">Eus.<span class="title">PE</span>6.10</span>, <span class="bibl">Eust.1437.22</span>, etc., cf. Sm.<span class="title">De.</span> 28.54, <span class="title">AP</span>5.26 (Rufin.). [Oxyt. in Eus. and Sm. ll.cc.]</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 09:40, 31 December 2020
English (LSJ)
[σπᾰ], ον, A wanton, lascivious, κλέμματα AP5.17 (Rufin.); of persons, Bardesan. ap. Eus.PE6.10, Eust.1437.22, etc., cf. Sm.De. 28.54, AP5.26 (Rufin.). [Oxyt. in Eus. and Sm. ll.cc.]
Greek (Liddell-Scott)
σπάτᾰλος: -ον, ἀκόλαστος, φιλήδονος, κλέμματα Ἀνθ. Π. 5. 18· ἐπὶ προσώπων, Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 276Α, Εὐστ., κλπ.· - φέρεται ὀξυτόνως ἐν Ἀνθ. Π. 5. 27.
Greek Monolingual
-η, -ο / σπάταλος, -ον, ΝΜΑ, και σπαταλός, -ή, -όν, Α
αυτός που δαπανά, που ξοδεύει χωρίς μέτρο, χωρίς φειδώ, ασυλλόγιστα, πολυδάπανος, πολυέξοδος (α. «είναι σπάταλος, δεν του μένει δραχμή» β. «τὰ τῶν σπαταλῶν τέρματα παλλακίδων», Ρουφίν.)
νεοελλ.
αυτός που χαρακτηρίζεται από σπατάλη («σπάταλη διαχείριση»).
επίρρ...
σπάταλα Ν
με σπατάλη, χωρίς φειδώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. της λ. σπατάλη.