στοιχειωτικός: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stoicheiotikos
|Transliteration C=stoicheiotikos
|Beta Code=stoixeiwtiko/s
|Beta Code=stoixeiwtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[elementary]], <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Fr.</span>242</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[serial]], ὁ τῆς ἑπταζώνου σ. λόγος Paul.Al.[[l]].<span class="bibl">3</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[elementary]], <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Fr.</span>242</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[serial]], ὁ τῆς ἑπταζώνου σ. λόγος Paul.Al.[[l]].<span class="bibl">3</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 09:50, 31 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στοιχειωτικός Medium diacritics: στοιχειωτικός Low diacritics: στοιχειωτικός Capitals: ΣΤΟΙΧΕΙΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: stoicheiōtikós Transliteration B: stoicheiōtikos Transliteration C: stoicheiotikos Beta Code: stoixeiwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A elementary, Epicur.Fr.242. 2 serial, ὁ τῆς ἑπταζώνου σ. λόγος Paul.Al.l.3.

German (Pape)

[Seite 946] zum στοιχειωτής od. zur στοιχείωσις gehörig, elementarisch, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στοιχειωτικός: -ή, -όν, στοιχειώδης, Διογ. Λ. 10. 30· διδαχή, φιλοσοφία Κλήμ. Ἀλ. 673, 771. ΙΙ. μαγικός, Βυζ. - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ζ, σ. 46.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ στοιχειωτής
στοιχειώδης («στοιχειωτικὴ παίδων διδασκαλία», Κλήμ. Αλ.)
μσν.
μαγικός («στοιχειωτικοὶ λόγοι» — μαγικοί επωδοί, Σκυλίτζ. Ιω.)
αρχ.
αυτός που ανήκει σε στοίχο, σε ορισμένη σειρά ή τάξη («ὁ τῆς ἑπταζώνου στοιχειωτικὸς λόγος», Παύλ.).

Russian (Dvoretsky)

στοιχειωτικός: первичный, элементарный, основной Diog. L.