σχολάρχης: Difference between revisions
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=scholarchis | |Transliteration C=scholarchis | ||
|Beta Code=sxola/rxhs | |Beta Code=sxola/rxhs | ||
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"> | |Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[head of a school]], <span class="bibl">Id.5.2</span>, <span class="bibl"><span class="title">PRyl.</span>397.3</span> (iii A.D.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:05, 31 December 2020
English (LSJ)
ου, ὁ, A head of a school, Id.5.2, PRyl.397.3 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1058] ὁ, Vorsteher einer Schule.
Greek (Liddell-Scott)
σχολάρχης: -ου, ὁ, ὁ ἀρχηγὸς σχολῆς, σχολάρχης ἐγένετο τῆς ἐν Ἀκαδημείᾳ σχολῆς Ξενοκράτης Διογ. Λ. 5. 2· - σχολαρχέω, ὁ αὐτ. 8. 1.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και σκολάρχης Ν
αρχηγός ή ιδρυτής καλλιτεχνικής, φιλοσοφικής ή άλλης σχολής
νεοελλ.
διευθυντής σχολαρχείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχολή + -άρχης (< ἄρχω)].
Russian (Dvoretsky)
σχολάρχης: ου ὁ глава школы Diog. L.