ἀκράτιστος: Difference between revisions

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=akratistos
|Transliteration C=akratistos
|Beta Code=a)kra/tistos
|Beta Code=a)kra/tistos
|Definition=ον, <span class="bibl">Theoc.1.51</span> codd. <b class="b3">πρὶν ἢ ἀκράτιστον ἐπὶ ξηροῖσι καθίξῃ</b> <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[having made a]] dry [[breakfast]], i.e. none at all; vv.ll. [[ἀκρατισμόν]] (Sch.), [[ἀνάριστον]] [[dinnerless]].</span>
|Definition=ον, <span class="bibl">Theoc.1.51</span> codd. <b class="b3">πρὶν ἢ ἀκράτιστον ἐπὶ ξηροῖσι καθίξῃ</b> <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[having made a]] dry [[breakfast]], i.e. none at all; vv.ll. [[ἀκρατισμόν]] (Sch.), [[ἀνάριστον]] [[dinnerless]].</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 16:55, 31 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρᾱτιστος Medium diacritics: ἀκράτιστος Low diacritics: ακράτιστος Capitals: ΑΚΡΑΤΙΣΤΟΣ
Transliteration A: akrátistos Transliteration B: akratistos Transliteration C: akratistos Beta Code: a)kra/tistos

English (LSJ)

ον, Theoc.1.51 codd. πρὶν ἢ ἀκράτιστον ἐπὶ ξηροῖσι καθίξῃ A having made a dry breakfast, i.e. none at all; vv.ll. ἀκρατισμόν (Sch.), ἀνάριστον dinnerless.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκράτιστος: [κρᾱ], ον, εἶναι ἡ τῶν χειρογράφων γραφὴ ἐν Θεοκρ. 1. 51, πρὶν ἢ ἀκράτιστον ἐπὶ ξηροῖσι καθίξῃ, ἣν ὑπερασπίζει ὁ Ἕρμαννος, ὅστις ἑρμηνεύει ἀκράτιστον ἐπὶ ξηροῖσι = ἀφοῦ ἔλαβε ξηρὸν πρόγευμα (δηλ. οὐδὲν πρόγευμα). Ἂν ταύτην τὴν γραφὴν δεχθῶμεν, τὸ ἐπὶ ξηροῖσι πρέπει νὰ συναφθῇ πρὸς τὸ καθίξῃ καὶ νὰ ἑρμηνευθῇ = πρὶν καθίσῃ αὐτὸν ἐπὶ ξηροῦ ἐδάφους τ. ἔ. πρὶν καταστήσῃ αὐτὸν ἐνδεᾶ καὶ ἐστερημένον παντός: - οὕτω ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας: ἐπ’ οὔδεϊ φῶτα καθίσσαι, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 284· πρβλ. τὸ τοῦ Ὀβιδίου in siccâ destitui.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
petit-déjeuner.
Étymologie: ἀκρατίζομαι.
Par. ἀκράτισμα, ἄριστον², δεῖπνον, δόρπον.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ᾱ-]
que desayuna πρὶν ἢ ἀκράτιστον ἐπὶ ξηροῖσι καθίξῃ hasta que no consiga que el niño se siente a desayunar pan seco Theoc.1.51.

Greek Monotonic

ἀκράτιστος: [κρᾱ], -ον (ἀκρατίζομαι), αυτός που έχει προγευματίσει, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκράτιστος: (ᾱτ) позавтракавший: ἀ. ἐπὶ ξηροῖσι Theocr. позавтракавший всухую, т. е. оставшийся без завтрака.

Middle Liddell

ἀκρατίζομαι, having breakfasted, Theocr.