ἀμφιμήτριος: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amfimitrios | |Transliteration C=amfimitrios | ||
|Beta Code=a)mfimh/trios | |Beta Code=a)mfimh/trios | ||
|Definition=ον, (μήτρα) <span class="sense"> | |Definition=ον, (μήτρα) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[round the womb]], [[concerning it]], σημεῖον <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>7.19</span> acc. to Gal.19.78 (dub.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b3">ἀμφιμήτρια, τά,</b> [[ship's bilge]], = [[ἐγκοίλια]], <span class="bibl">Artem.4.30</span>, <span class="bibl">Poll.1.87</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> (μήτηρ) [[by different mother]], Lyc.19.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:35, 31 December 2020
English (LSJ)
ον, (μήτρα) A round the womb, concerning it, σημεῖον Hp.Epid.7.19 acc. to Gal.19.78 (dub.). 2 ἀμφιμήτρια, τά, ship's bilge, = ἐγκοίλια, Artem.4.30, Poll.1.87. II (μήτηρ) by different mother, Lyc.19.
German (Pape)
[Seite 141] 1) = – μήτωρ, Lyc. 19. – 2) um die Gebärmutter, Hippocr. – 3) τὸ ἀμφιμήτριον, nach Poll. 1, 87 Schiffsboden, od. nach Hesych. die Balken neben dem Kiel des Schiffes, s. Artemid. 4, 30.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιμήτριος: -ον, (μήτρα) ὁ πέριξ τῆς μήτρας, ἐν σχέσει πρὸς τὴν μήτραν, «ἀμφιμήτριον σημεῖον, οὕτως ὠνόμακεν ἐν τῷ β΄ τῶν ἐπιδημιῶν τὸ δηλωτικὸν τῶν περὶ τὰς μήτρας διαθέσεων» Ἱππ. παρὰ Γαλην., ὁ δὲ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «τὸ σημαντικὸν τῶν περὶ τὴν μήτραν παθῶν Ἱπποκράτης.» 2) ἀμφιμήτρια, τά, ὁ πυθμὴν τοῦ πλοίου, τὰ παρὰ τὴν τρόπιν μέρη· ἀλλαχοῦ ἐγκοίλια, «τὸ ἔδαφος τῆς νεῶς κύτος καὶ γάστρα καὶ ἀμφιμήτριον ὀνομάζεται» Πολυδ. 1.87, «ἀμφιμήτρια, τὰ μετὰ τὴν τρόπιν τῆς νεὼς ἐξ ἑκατέρου μέρους ἐπιτιθέμενα» Ἡσύχ. ΙΙ. (μήτηρ) ἐκ διαφόρου μητρός, Λυκόφρ. 19.
Spanish (DGE)
-ον
1 relativo a la matriz σημεῖον Gal.19.78, Hsch.
2 de diferente madre κάσις Lyc.19.
3 mar. subst. sentina Poll.1.87, plu. τὰ ἀ. Artem.4.30, Hsch.
Greek Monolingual
(I)
ἀμφιμήτριος, -ον (Α) μήτρα
αυτός που βρίσκεται γύρω από τη μήτρα.
(II)
ἀμφιμήτριος, -ον (Α) μήτηρ
αμφιμήτωρ, αδελφός από άλλη μητέρα.