ἀργυρολόγος: Difference between revisions
Ἐρωτώμενος διὰ τί ὀλίγους ἔχει μαθητάς, ἔφη ὅτι ἀργυρέᾳ αὐτοὺς ἐκβάλλω ῥάβδῳ → When asked why he had so few pupils, he replied ‘I chase them away with a silver stick (Diogenes Laertius 6.4.5, on the philosopher Antisthenes)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=argyrologos | |Transliteration C=argyrologos | ||
|Beta Code=a)rgurolo/gos | |Beta Code=a)rgurolo/gos | ||
|Definition=ον, (λέγω) <span class="sense"> | |Definition=ον, (λέγω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[levying money]], ναῦς <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>1071</span>, <span class="bibl">Th.3.19</span>, etc.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 21:06, 31 December 2020
English (LSJ)
ον, (λέγω) A levying money, ναῦς Ar.Eq.1071, Th.3.19, etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῠρολόγος: -ον, (λέγω) ὁ συλλέγων χρήματα, φορολογικός, ὁ πρὸς ἀργυρολογίαν κατάλληλος, ναῦς… ταχείας ἀργυρολόγους Ἀρισροφ. Ἱππ. 1071, Θουκ. 3. 19, κτλ. πρβλ. Βοικχ. Πολ. Οἰκ Ἀθ. 2, 375.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ramasse de l’argent, qui impose des contributions.
Étymologie: ἄργυρος, λέγω².
Spanish (DGE)
-ον
1 encargado de recaudar impuestos ναῦς Ar.Eq.1071, Th.3.19, 4.50, 75
•subst. (οἱ) ἀργυρολόγοι recaudadores de impuestos πεμπομένων ... παρὰ τοὺς φόρους ἀργυρολόγων Aristid.Or.26.45, cf. Hsch.
•como cargo público más gener. administrador, Samo.2.(1).5.14 (II a.C.).
2 ávido de dinero δι' ἃς (γυναῖκας) μάλιστα ἔκφρονες γεγόνασιν οἱ ἀργυρολόγοι τῶν ἡγουμένων Pall.V.Chrys.16 p.98, cf. Hsch.s.u. ἀργύρου κόπις.
Greek Monolingual
ο (Α ἀργυρολόγος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που μαζεύει χρήματα με τρόπο αναξιοπρεπή
αρχ.
αυτός που συγκεντρώνει φόρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + -λόγος < λέγω «συλλέγω, συγκεντρώνω»].
Greek Monotonic
ἀργῠρολόγος: -ον (λέγω), αυτός που συλλέγει τους φόρους, φοροεισπράκτορας, σε Αριστοφ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀργῠρολόγος: собирающий денежную дань (ναῦς Thuc., Arph.).
Middle Liddell
ἄργυρος, λέγω
levying money, Ar., Thuc.