ἐτυμολογικός: Difference between revisions

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=etymologikos
|Transliteration C=etymologikos
|Beta Code=e)tumologiko/s
|Beta Code=e)tumologiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[belonging to]] [[ἐτυμολογία]], <span class="bibl">Eust.1799.25</span>; -<b class="b3">κά, τά</b>, title of work by Chrysipp. (<span class="title">Stoic.</span>2.9, al.); <b class="b3">ἡ-κή</b> [[the science of etymology]], Varro <span class="title">LL</span>7.109; τὸ -κόν [[an etymological dictionary]], EM212.13 (pl.), Sch.<span class="bibl">Il.13.130</span> (pl.), etc. Adv. -κῶς <span class="bibl">Eust.396.15</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[belonging to]] [[ἐτυμολογία]], <span class="bibl">Eust.1799.25</span>; -<b class="b3">κά, τά</b>, title of work by Chrysipp. (<span class="title">Stoic.</span>2.9, al.); <b class="b3">ἡ-κή</b> [[the science of etymology]], Varro <span class="title">LL</span>7.109; τὸ -κόν [[an etymological dictionary]], EM212.13 (pl.), Sch.<span class="bibl">Il.13.130</span> (pl.), etc. Adv. -κῶς <span class="bibl">Eust.396.15</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:12, 1 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐτῠμολογικός Medium diacritics: ἐτυμολογικός Low diacritics: ετυμολογικός Capitals: ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΣ
Transliteration A: etymologikós Transliteration B: etymologikos Transliteration C: etymologikos Beta Code: e)tumologiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A belonging to ἐτυμολογία, Eust.1799.25; -κά, τά, title of work by Chrysipp. (Stoic.2.9, al.); ἡ-κή the science of etymology, Varro LL7.109; τὸ -κόν an etymological dictionary, EM212.13 (pl.), Sch.Il.13.130 (pl.), etc. Adv. -κῶς Eust.396.15.

German (Pape)

[Seite 1053] ή, όν, zur Etymologie gehörig, darin geschickt, Schol.; τὰ ἐτυμολογικά, Bücher darüber, Schol. Il. 13, 130. Auch adv.

Greek (Liddell-Scott)

ἐτυμολογικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ἐτυμολογίαν, Εὐστ. 1789. 25· ἡ -κή, ἡ ἐπιστήμη τῆς ἐτυμολογίας, Varro. L. L.· τὸ -κόν, ἐτυμολογ. λεξικόν· - Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 396. 15.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ἐτυμολογικός, -ή, -όν)
ετυμολόγος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ετυμολογία («ετυμολογική μελέτη»)
2. το θηλ. ως ουσ. η ετυμολογική
η επιστήμη που ασχολείται με την ετυμολογία
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ετυμολογικό
το μέρος της γραμματικής που ασχολείται με την παραγωγή τών λέξεων από άλλες με την προσθήκη παραγωγικών καταλήξεων, προσφυμάτων κ.λπ., καθώς και με τη σύνθεση τών λέξεων
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐτυμολογικόν
ετυμολογικό λεξικό.
επίρρ...
ετυμολογικώς (ΑΜ ἐτυμολογικῶς)
από την άποψη του ετύμου, ως προς το έτυμον μιας λέξεως.