ὀσμηρός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?

Source
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=osmiros
|Transliteration C=osmiros
|Beta Code=o)smhro/s
|Beta Code=o)smhro/s
|Definition=ά, όν, = foreg., Id.<span class="title">Fr.</span>74.57. <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">ὀσμηρός, ὁ,</b> = [[μηδική]], prob. in Ps.-Dsc.2.147.</span>
|Definition=ά, όν, = foreg., Id.<span class="title">Fr.</span>74.57. <span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b3">ὀσμηρός, ὁ,</b> = [[μηδική]], prob. in Ps.-Dsc.2.147.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:50, 1 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀσμηρός Medium diacritics: ὀσμηρός Low diacritics: οσμηρός Capitals: ΟΣΜΗΡΟΣ
Transliteration A: osmērós Transliteration B: osmēros Transliteration C: osmiros Beta Code: o)smhro/s

English (LSJ)

ά, όν, = foreg., Id.Fr.74.57. 2 ὀσμηρός, ὁ, = μηδική, prob. in Ps.-Dsc.2.147.

German (Pape)

[Seite 396] = Vorigem, Nic. frg. 2.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ὀσμηρός, -ά, -όν)
αυτός που αναδίδει οσμή, οσμήρης
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο οσμηρός
ζωολ. γένος σολομονοειδών ευρύαλων ιχθύων της οικογένειας οσμηρίδες, συγγενικών του σολομού και της πέστροφας
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. πιθ. το φυτό μηδική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀσμή + κατάλ. -ηρός (πρβλ. τολμ-ηρός). Η λ. ως επιστημον. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. osmerus].