ὠκύπορος: Difference between revisions

From LSJ

ὡς οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → since unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=okyporos
|Transliteration C=okyporos
|Beta Code=w)ku/poros
|Beta Code=w)ku/poros
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[quick-going]], in Hom. always epith. of ships, <span class="bibl">Il.1.421</span>, <span class="bibl">488</span>, al., cf. <span class="bibl">Choeril.6</span>; of streams, [[swift-flowing]], πόρθμευμ' ἀχέων <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>1557</span> (anap.); κυμάτων ῥιπαί <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>4.194</span>: later, ὀϊστοί <span class="title">AP</span>5.85 (Claudian.); of a person, ὠκύπορος μετανίσσεται E.<span class="title">Hyps.Fr.</span>1 iii 37 (lyr.).</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[quick-going]], in Hom. always epith. of ships, <span class="bibl">Il.1.421</span>, <span class="bibl">488</span>, al., cf. <span class="bibl">Choeril.6</span>; of streams, [[swift-flowing]], πόρθμευμ' ἀχέων <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>1557</span> (anap.); κυμάτων ῥιπαί <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>4.194</span>: later, ὀϊστοί <span class="title">AP</span>5.85 (Claudian.); of a person, ὠκύπορος μετανίσσεται E.<span class="title">Hyps.Fr.</span>1 iii 37 (lyr.).</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 14:40, 1 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠκῠπορος Medium diacritics: ὠκύπορος Low diacritics: ωκύπορος Capitals: ΩΚΥΠΟΡΟΣ
Transliteration A: ōkýporos Transliteration B: ōkyporos Transliteration C: okyporos Beta Code: w)ku/poros

English (LSJ)

ον, A quick-going, in Hom. always epith. of ships, Il.1.421, 488, al., cf. Choeril.6; of streams, swift-flowing, πόρθμευμ' ἀχέων A.Ag.1557 (anap.); κυμάτων ῥιπαί Pi.P.4.194: later, ὀϊστοί AP5.85 (Claudian.); of a person, ὠκύπορος μετανίσσεται E.Hyps.Fr.1 iii 37 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ὠκύπορος: -ον, ὁ ταχέως πορευόμενος, παρ’ Ὁμήρ. ἀείποτε ἐπίθετον τῶν πλοίων, Ἰλ. Α. 421, 488, κ. ἀλλ.· οὕτως, ὀϊστοὶ Ἀνθ. Π. 5. 86· ἐπὶ ῥυάκων ἢ ποταμῶν, ὁ ταχέως ῥέων, πόρθμευμ’ ἀχέων Αἰσχύλ. Ἀγ. 1558· ῥιπαὶ κυμάτων Πινδ. Π. 4. 345· φέρεται καὶ ὠκυπόρος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s’avance rapidement.
Étymologie: ὠκύς, πόρος.

English (Autenrieth)

swift-sailing, fast-going.

English (Slater)

ὠκῠπορος, -ον
   1 swift travelling ὠκυπόρων ἀπὸ ναῶν (P. 1.74) ὠκυπόρους κυμάτων ῥιπὰς (P. 4.194)

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που πορεύεται με ταχύτητα
2. (για πλοίο) ταχύπλοος, γοργοτάξιδος
3. (για ρυάκι ή ποταμό) αυτός που ρέει ορμητικά
4. (για βέλος) αυτός που επιτυγχάνει αμέσως τον στόχο του («ὠκύποροι ὀϊστοὶ Ἔρωτος», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + πόρος (πρβλ. ταχύ-πορος)].

Greek Monotonic

ὠκύπορος: -ον, αυτός που πηγαίνει, που πορεύεται γρήγορα, επίθ. που λέγεται για πλοία, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για ποτάμια ή ρυάκια, αυτός που ρέει γρήγορα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ὠκύπορος: быстроходный, быстро несущийся, стремительный (ναῦς Hom.; ῥιπαὶ κυμάτων Pind.; πόρθμευμα Aesch.; ὀϊστοί Anth.).

Middle Liddell

ὠκύ-πορος, ον,
quick-going, of ships, Il.: of streams, swift-flowing, Aesch.